Γιατί ενώ τα ξέρουμε όλα δεν είμαστε καλά

Γιατί αν έχουμε ασχοληθεί και τα ξέρουμε (σχεδόν) όλα, είναι συχνά σε θεωρητικό επίπεδο.  Και ενώ είναι γνωστό ότι η συνειδητοποίηση είναι ο μισός δρόμος της θεραπείας, η γνωσιακή αντίληψη δεν συνεπάγεται αυτόματα την συνειδητότητα βάθους, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε θεμελιακές αλλαγές και άλλα μονοπάτια.

Στο ασυνείδητο ανήκει το ένστικτο και η διαίσθηση συχνά θεωρείται το σωστό κλειδί για τη λήψη αποφάσεων. Είναι τόσο απλό ή είναι πιο περίπλοκο;

Αν έχουμε ασχοληθεί, σημαίνει ότι κοιτάμε μέσα μας. Δίνουμε σημασία σε αυτά που αισθανόμαστε, στα μηνύματα που στέλνει το σώμα μας και αναλύουμε τα θέματα/καταστάσεις που μας βασανίζουν.

Η συνείδηση ως νοητική δυνατότητα ενός οργανισμού, επιτρέπει σε προέκταση των αισθήσεών του, να γνωρίζει και να κατανοεί τον εαυτό του, το περιβάλλον του, τα συμβαίνοντα γύρω του και μέσα του και να έχει το δυνατόν την αίσθηση της «θέσης» και της σημασίας του στον κόσμο καθώς και του αντίκτυπου των πράξεών του.

Η ανάλυση είναι συχνά ικανό εργαλείο να ανοίξει το μυαλό μας, να διευρύνει τη συνείδηση μας, να μας φέρει σε επαφή με την πραγματικότητα που ζούμε. Αν φυσικά το θελήσουμε και το επιλέξουμε.

“H ανάλυση δεν είναι ο μόνος τρόπος να επιλύσουμε τις συγκρουσιακές καταστάσεις που βρισκόμαστε. Η ίδια ζωή  παραμένει ο πιο αποτελεσματικός θεραπευτής” Karen Horney

Aν δεν το κάνουμε η ζωή θα συνεχίσει να μας φέρνει μπροστά στα ίδια θέματα και αδιέξοδα, μέχρι να αποφασίσουμε (αν…) να ασχοληθούμε με αυτά. Eξελισσόμαστε ή επαναλαμβάνουμε, οι μόνες δύο επιλογές μας.

Δεν είμαστε καλά λοιπόν για έναν και πολύ απλό λόγο. Δεν ξέρουμε (το έχουμε επιλέξει), ή δεν βάζουμε σε πράξη όσα ξέρουμε.

Αν ξέρουμε και δεν κάνουμε τις αλλαγές που έχουμε ανάγκη για να είμαστε καλά, δεν αλλάζουμε τίποτα, είναι συχνά γιατί  ο φόβος, η ανασφάλεια, η αποφυγή των συνθηκών που θα μας ξεβολέψουν, μας κρατούν δεμένους σε μια ζωή συμβατική, με θυσίες σοβαρές, ειδικά αν στο παρελθόν  έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες “επανάστασης”  με όχι τόσο ενθαρρυντικά αποτελέσματα.

Η κυνικότητα και αποδοχή μιας ματαιότητας όλων, είναι απλώς μια δικαιολογία, εκλογίκευση θα ήταν πιο σωστό να πούμε, του φόβου  να αλλάξουμε την ζωή μας. Το άγνωστο τρομάζει. Μένουμε λοιπόν δέσμιοι σ’αυτά που με κόπο έχουμε χτίσει, μην τυχόν τα χάσουμε κι αυτά, και μείνουμε χωρίς τίποτα, δίχως να αντιλαμβανόμαστε ότι μέσα σε αυτό το τίποτα, υπάρχουν όλα.

Αν δεν ρισκάρεις, δεν θα πάρεις, λέει η παροιμία και τίποτα δεν είναι πιο ακριβές. Μόνο όταν ρισκάρουμε να τα χάσουμε όλα, υπάρχει η δυνατότητα  να τα αποκτήσουμε όλα.

Ο πόνος όμως που συνοδεύει τις αποφάσεις ζωής της μεγάλης αλλαγής, είναι σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας, καθώς αφήνοντας πίσω πρόσωπα και πράγματα, ή αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (συμπεριλαμβανομένων και των δικών μας ευθυνών),  βιώνουμε πόνο που συνδέεται με το πένθος για τις προσδοκίες, τις εικόνες που χτίσαμε, την φανταστική πραγματικότητα που είχαμε υιοθετήσει και αυτό δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμο.

Το γνωστό ευφυολόγημα ότι κανείς δεν ζητάει βοήθεια, κανείς δεν ξεκινάει να ψάχνεται, νωρίτερα από ένα λεπτό πριν την κατάρρευση, είναι συνήθως αληθινό. Κι εκεί όμως, ένα λεπτό μετά, μόλις αρχίσουμε να πατάμε στα πόδια μας, τρέχουμε γρήγορα να ξαναστήσουμε ακριβώς τα ίδια που έχουν καταρρεύσει (μέσα και έξω μας), φοβούμενοι την τρομακτική αλλαγή που φανταζόμαστε ότι θα μας βάλει στην μαύρη τρύπα της αβεβαιότητας, του αγνώστου.

Η αυτογνωσία και η ψυχοθεραπεία συχνά αποτελούν μόνο ένα επίδεσμο σε ένα τραύμα που δεν θεραπεύεται ποτέ. Γιατί για να θεραπευτεί, πρέπει να αεριστεί. Να αλλάξουν οι συνθήκες φροντίδας του, να πάρουμε άλλα μέτρα, να ξεβολευτούμε.

Ειδικά όταν όλα καταρρέουν είμαστε μόνοι. Εμείς και οι επιλογές μας.  Εμείς και ο εαυτός μας. Αν καταφέρουμε να κοιταχτούμε με ειλικρίνια στον καθρέφτη και με θάρρος αποφασίσουμε να αντιμετωπίσουμε ότι δεν μας αρέσει, υπάρχει σωτηρία. Ο νους, όταν χρησιμοποιηθεί σωστά είναι μέγιστο στήριγμα.  Δεν το κάνουν πολλοί. Αυτοί οι λίγοι όμως που το κάνουν, έχουν να πουν ότι γίνεται.

Το μυαλό δεν είναι ένα δοχείο που πρέπει να γεμίσει, αλλά μια φωτιά που πρέπει ν’ ανάψει” Πλούταρχος

Η δική μου εμπειρία ζωής, είναι ότι όσες φορές ξεπέρασα τον φόβο της απώλειας και της κατάρρευσης, πήρα τα ρίσκα μου και συνέχισα να δουλεύω με τον εαυτό μου τις ανασφάλειες και τις φοβίες μου, στάθηκα στα πόδια μου, πιο δυνατή, πιο πλήρης,  πιο χαρούμενη και πιο ευτυχισμένη τελικά.

Δεν ήταν εύκολο, ειδικά στα σημεία που δεν έβλεπα το φως και η παρόρμηση ήταν να γυρίσω πίσω στα γνωστά. Όμως κάτι μέσα μου, έβλεπε ότι εκεί ήταν το μάταιο της υπόθεσης και με έσπρωχνε να προχωρήσω. Έχω δώσει πολλές μάχες σε όλα τα επίπεδα και δεν έχω μετανιώσει για καμία από αυτές. Ίσως μόνο ότι κάποιες θα έπρεπε να τις δώσω νωρίτερα. Όμως και πάλι, καταλαβαίνω ότι δεν ήμουν έτοιμη. Όλα έχουν τον χρόνο τους, αρκεί να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας όταν απαντάμε στην ερώτηση, είμαι ευτυχισμένη/ος σε αυτό που ζω; Είτε πρόκειται για προσωπικές συνθήκες, είτε επαγγελματικές, είτε φιλικές, είτε οτιδήποτε.

Κι εκεί, αν η απάντηση είναι όχι, δεν είμαι ευτυχισμένος/η, να καταλάβουμε ότι δεν γίνεται να καθόμαστε στον καναπέ και να περιμένουμε να συμβούν τα θαύματα από μόνα τους. Έχουμε ενεργό δράση στην ζωή μας.

Όταν μπαίνουμε σε αυτόματο mode, εκεί σταματάμε να ζούμε. Η ρουτίνα δεν είναι κακή, όταν εμπεριέχει δημιουργία, σκέψη, λειτουργικότητα στα βασικά της ζωής όπως το να παίρνεις και να δίνεις χαρά, να είσαι χαρούμενος δηλαδή και να έχεις ένα ζωντανό σώμα, με το οποίο έχεις διάλογο.

Όταν το εγώ μας κυριαρχεί, όταν ζούμε εξυπηρετώντας μια εικόνα που τρέφει κυρίως αυτό το εγώ, όταν παραβλέπουμε τις ανάγκες του σώματος, το σέρνουμε και το κακοποιούμε για να υπηρετήσει αυτή την εικόνα, όταν η ικανοποίηση αυτών των αναγκών  υπερισχύουν των αναγκών της ψυχής, της καρδιάς, του πνεύματος, τότε η ζωή μας χάνεται.

Και η ζωή είναι μικρή. Και πιθανόν να είναι και η μοναδική μας.

Οι  Βουδιστές προτείνουν στον διαλογισμό να ερχόμαστε σ’επαφή με το προσωρινό και σύντομο της ύπαρξης μας, ώστε να μπαίνουν τα πράγματα σε μια πιο σωστή διάσταση.

Η γιαγιά μου το έλεγε αλλιώς: “Σημερινοί είμαστε, αυριανοί δεν είμαστε”.

Όπως και να το πλησιάζει κανείς, το εφήμερο της υπάρξης μπορεί, να λειτουργήσει ως κίνητρο για αλλαγή. Μπορεί φυσικά να λειτουργήσει και αντίστροφα, θέτοντας την ισοπεδωτική για την ευημερία μας ρήση: Τι νόημα έχει; Κανένα!

Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο της αλλαγής.   Η δυνατότητα να δει κανείς ότι η κυνική αντιμετώπιση του πιθανού μάταιου της ύπαρξης οδηγεί μόνο στην μη αλλαγή και στην συντήρηση μέχρι τέλους των δεσμών μας με την δυστυχία.

Γιατί λοιπόν ενώ τα ξέρουμε όλα δεν είμαστε καλά; Γιατί έτσι μας βολεύει. Γιατί δειλιάζουμε. Γιατί φοβόμαστε. Αν πραγματικά όμως θέλουμε ν’αλλάξει κάτι, δεν διστάζουμε να θυσιάσουμε το λίγο και το ανεπαρκές, που συχνά μοιάζει ασφαλές και ικανοποιητικό. Ακούμε το μέσα μας. Ακούμε το ένστικτο, ακούμε το ασυνείδητο που χτυπάει συνέχεια τα κουδούνια!

Δεν διστάζουμε να ρισκάρουμε. Δεν το βάζουμε κάτω, γιατί το καλό για την ευτυχία μας, ίσως βρίσκεται ακριβώς πίσω από το “δεν υπάρχει ελπίδα”. Είναι απόφαση η ευτυχία και την κατακτούν μόνο όσοι το επιδιώκουν. Κανείς άλλος.

“Το “αρκετά” είναι απόφαση, όχι μονάδα μέτρησης!”

Σήμερα είναι όλα πολύ πιο εύκολα. Μια βόλτα στο διαδίκτυο και τα έχουμε όλα μπροστά μας. Ακόμα και τα εκλαϊκευμένα κείμενα, που συχνά χάνουν σε σοβαρότητα, μας βάζουν στο κλίμα. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες.

*Το περιοδικό PSYCHOANALYSIS (κεντρική φωτογραφία) ήταν ένα περιοδικό κόμικ που εκδόθηκε από την EC Comics το 1955 και ήταν διμηνιαίο. Εκδόθηκε από τον William Gaines και το επιμελήθηκε ο Al Feldstein. Εγκρίθηκε από την Αρχή Κώδικα Κόμικς, αλλά τα περίπτερα δίστασαν να το προβάλουν και έτσι κυκλοφόρησε για συνολικά τέσσερα τεύχη πριν ανασταλεί η έκδοση.

Κείμενο Τζένη Φραγκούλη