Η κατανάλωση ροφημάτων όπως από χαμομήλι, συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου του θυρεοειδούς σε παλαιότερη μελέτη που διεξήχθη στην Ελλάδα. Ερευνητές πήραν συνέντευξη από κατοίκους της Αθήνας τους οποίους ρώτησαν σχετικά με τον τρόπο ζωής τους και τις συνήθειες τους ως προς το φαγητό και το ποτό και διαπίστωσαν ότι τα άτομα που ανέφεραν ότι πίνουν περισσότερο ρόφημα χαμομηλιού για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους ήταν λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν κακοήθειες ή καλοήθεις όγκους του θυρεοειδούς σε σχέση με εκείνους που δεν έπιναν χαμομήλι.
Αν και η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι το χαμομήλι προλαμβάνει τον καρκίνο, ενισχύει στοιχεία που αφορούν στα πιθανά οφέλη της μεσογειακής δίαιτας στην υγεία. Η μεσογειακή δίαιτα περιλαμβάνει άπαχο ψάρι, φρέσκα λαχανικά και υγιεινά λίπη αλλά και ροφήματα, όπως αναφέρει η Δρ . Αθηνά Λινού, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συν-συγγραφέας της μελέτης και ερευνήτρια περιβαλλοντικής ιατρικής στην Prolepsis στην Ελλάδα.
«Το εύρημα αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για μένα καθώς πολλά χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής έχουν αποδειχθεί ότι θωρακίζουν τον οργανισμό ενάντια στον καρκίνο» επισημαίνει η κα Λινού.
Πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα ακολουθούν τη μεσογειακή διατροφή. Σε κάθε 100.000 άτομα περίπου 1,6 διαγιγνώσκονται με καρκίνο του θυρεοειδούς κάθε χρόνο, σύμφωνα με την κα Λινού. Το γεγονός αυτό συγκρίνεται με μέσα ποσοστά 13,2 και 5,2 ανά 100.000 άτομα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αντίστοιχα, και υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει κάτι στην ελληνική διατροφή – όπως το τσάι – που να ευθύνεται γι αυτή τη διαφορά. Η κα Λινού και οι συνεργάτες της είχαν διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι που έπιναν χαμομήλι δύο έως έξι φορές την εβδομάδα είχαν 70 τοις εκατό λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραχές του θυρεοειδούς. Τριάντα χρόνια τακτικής κατανάλωσης μειώνει τον κίνδυνο κατά περίπου 80 τοις εκατό.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τη σχέση μεταξύ καρκίνου του θυρεοειδούς και της κατανάλωσης δύο άλλων τύπων ροφήματος από βότανα που είναι δημοφιλή στην Ελλάδα – το φασκόμηλο και το τσάι του βουνού – και διαπίστωσαν ότι η κατανάλωσή τους μείωνε επίσης την πιθανότητα ανάπτυξης διαφόρων μορφών κακοήθειας, με τη διαφορά ότι ο συσχετισμός στην τελευταία περίπτωση αυτή δεν ήταν το ίδιο ισχυρός όσο στην περίπτωση κατανάλωσης ροφήματος χαμομηλιού.
Η Samantha Heller, διατροφολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, η οποία δεν έλαβε μέρος στη μελέτη αναλύοντας τα ευρήματα επισημαίνει «Επειδή αυτή η έκθεση βασίζεται σε δεδομένα από παλαιότερη δεκαετία, είναι πιθανό ο τρόπος ζωής να έχει αλλάξει από τότε, και τα αποτελέσματα να μην αντικατοπτρίζουν τις σημερινές τάσεις και συνήθειες ως προς την κατανάλωση του ροφήματος.
Το τσάι από χαμομήλι – που προέρχεται μόνο από το φυτό Camellia sinensis – δεν είναι ακριβώς τσάι – εξηγεί η Heller. Τα τσάγια που αναφέρονται στη μελέτη στην πραγματικότητα είναι αφεψήματα από φύλλα, ρίζες, φλοιούς, σπόρους ή άνθη άλλων φυτών.
«Η σχέση μεταξύ των αφεψημάτων και κατανάλωσης τσαγιού και των ασθενειών είναι συναρπαστική, αλλά δεν είναι αποδεδειγμένη» σύμφωνα με τη Heller, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη. Ενώ, συμπληρώνει «Ένα ρόφημα από βότανα δεν θα “εξαφανίσει” το διπλό τσίζμπεργκερ με μπέικον και πατάτες που μόλις φάγατε και σίγουρα τα ροφήματα δεν μπορούν να αναιρέσουν τις βλαβερές επιπτώσεις ενός κακού τρόπου ζωής».
Ωστόσο και ο Δρ Betul Hatipoglu, ενδοκρινολόγος στην Cleveland Clinic στο Οχάιο τονίζει ότι τα ροφήματα βοτάνων μπορεί να βοηθήσουν στην προστασία κατά του καρκίνου ή άλλων ασθενειών χάρις στα συστατικά που διακρίνονται για τις αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές τους, όπως οι πολυφαινόλες και τα φλαβονοειδή. Ενώ και αυτός επισημαίνει ότι “ο τρόπος ζωής είναι σημαντικός” καθώς μπορεί τα άτομα που κατανάλωναν ροφήματα στη μελέτη να ήταν επίσης πιο δραστήρια και να έτρωγαν πιο υγιεινά.
Κείμενο Ανθή Αγγελοπούλου