Το Εγγλεζονήσι του κόλπου της Σμύρνης, μια ακόμα χαμένη πατρίδα

Το Εγγλεζονήσι ή Μακρονήσι (τουρκικά: Uzunada) ανήκε στα νησιά του Κόλπου της Σμύρνης, πληροφορίες για τα οποία κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας αντλούμε από τα γραπτά πολλών περιηγητών του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα.  Είναι το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Εγγλεζονησίων, με έκταση 25,4 τ.χλμ..

Η πλέον πιθανή εκδοχή για την ονομασία του νησιού είναι πως προέρχεται από παραφθορά της λέξης «Αικλαζομενήσια», ονομασία που σχετίζεται με τις αρχαίες Κλαζομενές που βρίσκονταν στην απέναντι κοντινή ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας. Σύμφωνα δε με τον ιστορικό Πολύβιο το νησί δόθηκε στους Κλαζομενίους το 188 π.Χ. και με το πέρασμα των αιώνων τα Αικλαζομενήσια παραφράσθηκαν σε Εγγλεζονήσια, αφού υπάρχουν άλλες τρεις μικρές νησίδες στην περιοχή.

Το Εγγλεζονήσι είναι και αυτό μια μία χαμένη πατρίδα, με κατοίκους που αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν και να αναζητήσουν καινούριους τόπους για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάνης οι περισσότεροι εγκατέλειψαν το νησί.

Το Εγγλεζονήσι είχε κυρίως ελληνικό πληθυσμό που ζούσε στους τρεις οικισμούς του νησιού. Ο μεγαλύτερος οικισμός ήταν ο Θόλος που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του. Οι άλλοι δύο μικρότεροι ήταν η Αγία Παρασκευή στα δυτικά και ο Άγιος Παντελεήμονας στα βορειοανατολικά. Πριν τη Μικρασιατική καταστροφή ο πληθυσμός του νησιού έφτανε τους 2500 κατοίκους.

«Το Εγγλεζονήσι υπαγόταν στο νομό Αϊδινίου ή Σμύρνης της Μ. Ασίας και το διοικούσε η τουρκική αρχή. Οι Ελληνες ήταν φόρου υποτελείς στους Τούρκους. Οι κάτοικοι ήταν δυόμισι χιλιάδες και κατοικούσαν σε δύο περιοχές. Η μία περιοχή ονομαζόταν Θόλος ή Αϊ-Νικόλας και η άλλη Τσιφλίκι ή Αγία Παρασκευή. Είχε η κάθε περιοχή από ένα δημοτικό σχολείο. Τα σπίτια στα οποία έμεναν ήταν μονώροφα ή διώροφα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων. Ηταν πέτρινα, τα έχτιζαν μόνοι τους και τα σοβάτιζαν με ασβέστη και άμμο. Το πάτωμα στο δωμάτιο ήταν φτιαγμένο με σανίδια. Στην κουζίνα έστρωναν ένα χώμα που έμοιαζε με πορσελάνη και το έλεγαν γιάρι. Το έστρωναν, το πατούσαν από πάνω με τα πόδια, το ασβέστωναν και γυάλιζε. Οι τοίχοι ήταν ασπρισμένοι με ασβέστη. Τα παράθυρα ήταν ξύλινα, δύο σκέτα φύλλα, δεν είχαν τζάμια. Είχαν πιατοθήκες και ντουλάπια για τα τρόφιμα, κουφωτά μέσα στον τοίχο. Η αυλή του σπιτιού ήταν μεγάλη και είχε δέντρα. Φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου και με φανάρια ασετιλίνης. Τα σπίτια ήταν ντυμένα με χαλιά και μεγάλες κουρτίνες. Τα έπιπλα ήταν λιγοστά. Οι περισσότεροι δεν είχαν κρεβάτια και τραπέζια. Κοιμόνταν στο πάτωμα με στρώματα και έτρωγαν στους σοφράδες. Μερικοί είχαν καρεκλάκια για να κάθονται να τρώνε. Είχαν ένα μεγάλο καθρέφτη πάνω σ’ ένα τραπέζι και επίσης μεγάλες λάμπες. Το κάθε σπίτι είχε αργαλειό, που τον έλεγαν κρεβατή, και οι γυναίκες υφαίνανε πετσέτες, κουβέρτες, πουκάμισα, μαξιλάρια. Κεντούσανε καδράκια, δαντέλες, τις άσπρες από χασέ νυκτικές τους, τις κουρτίνες που τις έλεγαν στόρια. Τα σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν ήταν: χάλκινα γιουβέτσια, χωματένια (πήλινα) τσουκάλια, πήλινα λαδικά και τενεκεδένια, τηγάνια σιδερένια, πιάτα από τσίγκο ή πηλό ή γυάλινα άσπρα. Το κάθε κορίτσι στα προικιά του είχε σκάφη, πινακωτή, ματσόβεργα που ανοίγουν φύλλα και σοφρά. Μέσα στο τζάκι είχαν τη σιδερωσιά, έβαζαν επάνω το τσουκάλι και μαγείρευαν.
Οι κάτοικοι του Εγγλεζονησίου στα χτήματά τους έσπερναν σιτάρι, όσπρια, καλαμπόκι. Χρησιμοποιούσαν ξύλινο άροτρο για το όργωμα. Η εφορία έπαιρνε το πέντε τοις εκατό της παραγωγής. Παρήγαγαν καρπούζια και πεπόνια. Καλλιεργούσαν επίσης αμπέλια και είχαν παραγωγή σταφυλιών και σταφίδας την οποία πήγαιναν με τα καΐκια στη Σμύρνη, όπου την πουλούσαν. Τα ποτά τα οποία παρήγαγαν ήταν τσίπουρο, κρασί, κερασό.
Μία άλλη απασχόληση από την οποία ζούσαν οι κάτοικοι του νησιού ήταν η αλιεία. Τα καΐκια ταξίδευαν χωρίς μηχανές, με τα πανιά. Τα αλιευτικά ήταν τράτες με κουπιά και γρι – γρι. Ψάρευαν κυρίως με γρίπους, που είναι αλιευτική συσκευή με πολύ μεγάλα δίχτυα. Επιαναν μεγάλα ψάρια αλλά και μικρά. Υπήρχαν ειδικοί που έβγαζαν χταπόδια και έκαναν εμπόριο με αυτά. Πήγαιναν Ευρωπαίοι στο νησί κι έπαιρναν μεγάλες ποσότητες, τέσσερις – πέντε χιλιάδες οκάδες.
Στο νησί, κοντά στο Θόλο, περίπου μία ώρα μακριά, υπήρχαν τρεις πηγές από τις οποίες έπαιρναν νερό για να πίνουν και να κάνουν τις δουλιές τους. Νερό είχε και η “Φουντάνα”. Το μέρος ήταν υγιεινό, δεν είχε υγρασία και δεν αρρώσταιναν εύκολα.
Δύο φορές την εβδομάδα πήγαιναν μ’ ένα βαποράκι στη Σμύρνη, για ν’ αγοράσουν ό,τι χρειάζονταν από την πόλη. 
Απόσπασμα από το άρθρο της Ελένης Αργυρίου /Ριζοσπάστης/12/8/2007 (Μέρος 1ο). Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Σκαμάγκα – Αυγερινού «Ο Καθημερινός Βίος των Ελλήνων στο Εγγλεζονήσι της Μικράς Ασίας», που κυκλοφόρησε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ζωντανές» μνήμες

Αναφορά για το Εγγλεζονήσι γίνεται και στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βρετανικός Στόλος στη Μεσόγειο κατέλαβε το νησί το 1916. Εξέδωσε μάλιστα και γραμματόσημα. Ο στόχος ήταν να παρεμποδίσει την κυκλοφορία των Τούρκων στον τον Κόλπο.

 

Οι κάτοικοι του νησιού είχαν κάποια ελευθερία σχετικά με τον οπλισμό. Είχαν δικαίωμα να έχουν όπλα αμερικάνικα, σέρβικα ή μαυροβουνιώτικα. Κινδύνευαν όμως και τιμωρούνταν σκληρά, αν είχαν ελληνικά όπλα και τα έβρισκαν οι Τούρκοι στο σπίτι τους.

Σήμερα το Εγγλεζονήσι,  αποτελεί ναυτική βάση του τουρκικού πολεμικού ναυτικού και δεν μπορεί να το επισκεφτεί κανείς.

Δίπλα στο Εγγλεζονήσι βρισκόταν το Νησί του γιατρού, το Γιατρονήσι, στο οποίο ζούσε ο γιατρός και εκεί κατεύφευγαν οι κάτοικοι των νησιών σε περιπτώσεις προβλημάτων υγείας. Από τον 19ο αιώνα χρησιμοποιείται ως τόπος απομόνωσης σε περιόδους επιδημιών.

Πηγή:wikipedia, amna.gr, prlogos.gr