Το σμάλτο είναι η υαλώδης επίστρωση (το γυαλί σε μορφή σκόνης), πάνω σε μεταλλικές ή άλλες επιφάνειες. Είναι μια μορφή τέχνης η προέλευση της οποίας δεν είναι βέβαιη. Ενώ υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις ότι το γυαλί κατασκευαζόταν από την 3η χιλιετία π.Χ. στη δυτική Ασία και από τον 15ο αιώνα π.Χ. αναμφίβολα κατασκευάζονταν γυάλινα αγγεία στην Αίγυπτο, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η επισμάλτωση σε μέταλλο ασκούνταν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (πέθανε το 323 π.Χ.).
Σοβαρές ενδείξεις υπάρχουν ότι οι απαρχές της τέχνης αυτής βρίσκονται στη Μυκηναϊκή μεταλλοτεχνία του 13ου αιώνα π.Χ., καθώς έξι χρυσά δαχτυλίδια, που ανασκάφηκαν από έναν μυκηναϊκό τάφο του 13ου αιώνα π.Χ. στην Κύπρο στη θέση Κούκλια (κοντά στην Παλαιά Πάφο), στην Κύπρο, έχουν επικάλυψη σμάλτου cloisonnéé και έχουν κατασκευαστεί πιθανά από Μυκηναίους τεχνίτες.
Την περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού (1600 – 1100 π.Χ) η αργυροχρυσοχοΐα, η σφραγιδογλυφία, η τεχνική επεξεργασίας των ημιπολύτιμων λίθων ακμάζουν και σε πολλές ανασκαφές έχουν ανακαλυφθεί περίτεχνες δημιουργίες μεταλλοτεχνίας καθώς και κοσμήματα κυρίως από τους βασιλικούς τάφους της Ακρόπολης των Μυκηνών. Ο Όμηρος ονόμαζε “Πολύχρυσες Μυκήνες” το βασίλειο του Αγαμέμνονα και καθόλου τυχαία. Η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους το 1450 π.Χ. άνοιξε τον δρόμο για τη μετάδοση τεχνικών επιτευγμάτων και δεξιοτεχνίας στην ηπειρωτική Ελλάδα και αντίστροφα.
Με τη γνώση της επισμάλτωσης στο μυκηναϊκό έργο, θα ήταν λογικό να περιμένουμε ότι η τεχνική αυτή μεταδόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες στην υπόλοιπη Ευρώπη, μέσω των αποικιών στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας και στην νότια της Ιταλίας. Δυστυχώς, ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των μυκηναϊκών σμάλτων και των ελληνικών χρυσών κοσμημάτων του 6ου-3ου αιώνα π.Χ., τα οποία έχουν ελάχιστα σμάλτα, με συχνότερες τις πινελιές μπλε και λευκού σμάλτου περικλειόμενες από λεπτό χρυσό σύρμα (φιλιγκράν).
Η πιο σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της επισμάλτωσης έγινε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μεταξύ του 6ου και 12ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η τεχνική cloisonné σχεδόν αποκλειστικά σε χρυσό. Τον 10ο -11ο αιώνα, οι βυζαντινοί δεξιοτέχνες του σμάλτου δημιούργησαν εξαιρετικά ντελικάτες εκφραστικά μικροσκοπικές συνθέσεις, σε μια μεγάλη γκάμα χρωμάτων που έλαμπαν όσο και το επεξεργασμένο μέταλλο. Το αριστούργημα αυτής της περιόδου είναι το τέμπλο «Pala d’Oro» στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, που πιστεύεται ότι μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία περίπου το 1105. Η ποιότητα της βυζαντινής επισμάλτωσης άρχισε να μειώνεται στα τέλη του 12ου αιώνα.
Σύμφωνα με μελετητές, οι βυζαντινές τεχνικές επισμάλτωσης αντιγράφτηκαν από Λομβαρδούς τεχνίτες στη βόρεια Ιταλία και αργότερα από άλλα μέρη της χώρας και της Δύσης γενικότερα. Υπό την επίδραση των “αυλών” της Γαλλίας και της Βουργουνδίας από τα τέλη του 14ου αιώνα, οι χρυσοχόοι επινόησαν νέες και πιο τολμηρές μεθόδους επισμάλτωσης, χρησιμοποιώντας ημιδιαφανή χρωματιστά σμάλτα, δημιουργώντας έτσι το εφέ των βιτρό σε μικρογραφία, με την τεχνική που είναι γνωστή ως plique-à-jour.
Όσο για την Κίνα, η τεχνική του σμάλτου φαίνεται ότι έφτασε εκεί πολύ καιρό αφότου είχε διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη και όλοι συμφωνούν ως προς τη δυτική προέλευση της τέχνης, η οποία εισήχθη στην Κίνα μάλλον από εμπόρους ή από περιοδεύοντες τεχνίτες. Αν και από τον 5ο αιώνα μ.Χ., οι Κινέζοι γνώριζαν την τέχνη της παραγωγής γυαλιού (ένα ουσιαστικό υλικό για την κατασκευή σμάλτων) και ήταν ήδη πολύ έμπειροι στην κατεργασία μετάλλων, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η τέχνη της επισμάλτωσης ασκούνταν πριν από τη δυναστεία των Τανγκ (618–907).
Φαίνεται όμως ότι η τεχνική cloisonné εξελίχθηκε σημαντικά στην Κίνα, τόσο που στα τέλη του 14ου αιώνα τα βυζαντινά έργα παρόμοιου χαρακτήρα ήταν απολύτως συγκρίσιμα με το εγγενές προϊόν.
Η τεχνική Cloisonnéé ή αλλιώς περίκλειστου σμάλτου, είναι η τεχνική κατά την οποία τα επιμέρους στοιχεία (φιγούρες, αντικείμενα) μιας σύνθεσης ενός έργου, αποτελούν αυτόνομα τμήματα (cloisons), τα οποία διαχωρίζονται μεταξύ τους με σύρματα συγκολλημένα πάνω σε μια μεταλλική βάση. Τα κενά που δημιουργούνται επισμαλτώνονται και το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει την τεχνοτροπία του βιτρό.
Στην κεντρική φωτογραφία θαυμαστά βυζαντινά περικάρπια διακοσμημένα με την τεχνική της επισμάλτωσης, του 10ου αι. μ. Χ..