Λέλα Καραγιάννη, η θρυλική “Μπουμπουλίνα” της Κατοχής!

Η Λέλα Καραγιάννη, γνωστή και ως «Μπουμπουλίνα της Κατοχής», υπήρξε θρυλική αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης κατά των γερμανικών στρατευμάτων την περίοδο 1941-1944. Πρωτεργάτιδα του Μυστικού πολέμου, αν και μητέρα επτά παιδιών, υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα πολίτης που πρόβαλε οργανωμένη αντίσταση κατά του εχθρού, μόλις τρεις εβδομάδες από την εισβολή του στην Αθήνα και την κατάληψή της στις 27 Απριλίου του 1941.

Η Λέλα Καραγιάννη, η ηρωίδα της Αντίστασης ήταν αρχηγός της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα», η οποία αναλάμβανε τη φυγάδευση Βρετανών συμμάχων στο Κάιρο αλλά και πολύ σημαντική αντιστασιακή δράση με δολιοφθορές κατά του εχθρού.

Με αρχηγείο το αρωματοπωλείο του άντρα της στην οδό Πατησίων και με τη συνδρομή των επτά παιδιών της, η Λέλα Καραγιάννη επιδόθηκε σε κατασκοπεία κατά του εχθρού, συλλέγοντας πληροφορίες τις οποίες διοχέτευε κατόπιν σε όλες τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Πέντε από τα παιδιά της συνελήφθησαν, βασανίστηκαν αλλά διέφυγαν τελικά την εκτέλεση. Δεν μίλησε κανένα τους.

Ξεκινά με κέντρο ένα σπίτι στην οδό Φυλής και το φαρμακείο του άντρα της στην Πατησίων. Οργανώνει δίκτυο απόκρυψης, περίθαλψης και φυγάδευσης στρατιωτών. Αργότερα συγκροτεί την παράνομη οργάνωση “Μπουμπουλίνα” η οποία έχει χαρακτήρα κατασκοπευτικό και στην οποία συμμετέχουν 140 άνδρες/γυναίκες.

Τις πληροφορίες που μάζευε τις μεταβίβαζε στους συμμάχους, καταφέρνοντας  σημαντικά πλήγματα εναντίον του Τρίτου Ράιχ. Ανατινάχτηκε το αεροδρόμιο του Τατοϊου, έγιναν καταβυθίσεις υποβρυχίων και νηοπομπών, κάηκαν αποθέματα βενζίνης και πυρομαχικών.

Και αυτά ήταν μερικά μόνο από τα πλήγματα που κατάφερε να γίνουν στον εχθρό χάρη σε εκείνη. Ακόμα, τροφοδοτούσε με πολεμοφόδια από τις αποθήκες των στρατευμάτων κατοχής και φαρμακευτικό υλικό από την αποθήκη του συζύγου της αντάρτικες ομάδες της υπαίθρου.

Αξιοποιώντας το δίκτυο των 100 και πλέον συνεργατών της, ανέλαβε την ανεύρεση και περίθαλψη στρατιωτών των συμμαχικών δυνάμεων που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους κι αναζητούσαν τρόπους διαφυγής από τη χώρα. Αρκετούς από αυτούς τους φυγάδευσε στη Μέση Ανατολή.

Στο έργο της αυτό είχε τη βοήθεια μεταξύ άλλων του καπνοβιομηχάνου Τάσου Παπαστράτου, του Αλέξανδρου Πάλλη, μετέπειτα πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο, και του Γεωργίου Αβέρωφ, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και της συγγραφέως Ιωάννας Τσάτσου.

Σεπτέμβριο του 1941 συνελήφθη μαζί με τον σύζυγό της. Στις φυλακές Αβέρωφ ισχυρίστηκε πως ήταν σε διάσταση με τον σύζυγό της και μάλιστα δήλωσε το πατρικό της όνομα. Έτσι, κατάφερε να απαλλάξει τον άνδρα της από τις κατηγορίες κι αφέθηκε ελεύθερος δύο μήνες μετά τη φυλάκισή του.

Η ίδια παρέμεινε πίσω από τα σίδερα μέχρι τον Μάρτιο του 1942, αφού πρώτα είχε περάσει ιταλικό στρατοδικείο, αλλά απαλλάχθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων. Η παραμονή της στη φυλακή τη βοήθησε να ενισχύσει το δίκτυο των συνεργατών της, συστρατεύοντας στον αγώνα της μέχρι και τους δεσμοφύλακες, οι οποίοι της μετέφεραν πολύτιμες πληροφορίες των ναζί.

Το καλοκαίρι του 1944 η «Μπουμπουλίνα της Κατοχής» έπεσε στα χέρια των Γερμανών. Οι πληροφοριοδότες τους κατόρθωσαν να εντοπίσουν αντιστασιακούς και μέσα από βασανιστήρια απέσπασαν τις πληροφορίες για τη δράση της Καραγιάννη και των συντρόφων της. Συνελήφθη και  βρέθηκε μαζί με τα παιδιά της στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν.

Το περίστροφο του Γερμανού Μπέκε στο κεφάλι του γιού της Νέλσωνα, την απειλούσε ότι θα τον εκτελέσει αν δεν μιλούσε. Η Λέλα Καραγιάννη με σταθερή και ήρεμη φωνή του είπε: «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην πατρίδα μας. Πρόσεξε καλά, και πάλι σου λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα και άδικα θα τα σκοτώσεις».

Δέχτηκε φρικτά βασανιστήρια αλλά δεν λύγισε.  Με τις βαριές κατηγορίες της αρχηγίας οργάνωσης, κατασκοπείας σε βάρος των Γερμανών και σαμποτάζ να τη βαρύνουν υπέγραψε την θανατική της καταδίκη.

Το σούρουπο της 7ης Σεπτεμβρίου 1944 μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου κι από εκεί τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τουφεκίστηκε μαζί με άλλους 70 αγωνιστές της Αντίστασης, έναν μόλις μήνα πριν από την Απελευθέρωση.

Οι επικεφαλής των Ες Ες Βάλτερ Σιμάνα και Βάλτερ Μπλούμε, παρακάμπτοντας τις οδηγίες, οργάνωσαν την τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα. Η Καραγιάννη έπεσε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, φωνάζοντας «Ζήτω η πατρίδα! Ζήτω η λευτεριά!».

Το όνομά της έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό και είναι καταγεγραμμένο με «χρυσά γράμματα» στην ιστορία των Συμμαχικών Δυνάμεων, ακόμα και του Άξονα.

Μετά θάνατον της απενεμήθη το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας από την Ακαδημία Αθηνών και, το 2011, ο τιμητικός τίτλος του Δικαίου των Εθνών, το Ίδρυμα για την Μνήμη των Μαρτύρων και των Ηρώων, ενώ το 2020 της απονεμήθηκε ο βαθμός του Ταξιάρχου επί τιμή. 

Πολλές οδοί σε πόλεις της Ελλάδας φέρουν το όνομά της, όπως στη Θεσσαλονίκη, την Ερμούπολη, τον Χολαργό, τη Χαλκίδα, το Χαϊδάρι, το Ρέθυμνο, τον Πολύγυρο κ.ά.

Η Λέλα Καραγιάννη γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1898 στη Λίμνη, μια παραθαλάσσια γραφική κωμόπολη της Εύβοιας. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, μαζί με άλλους αγωνιστές στο Χαϊδάρι, ξημερώματα της 8ης Σεπτεμβρίου 1944.

Κείμενο Τζένη Φραγκούλη

Πηγές: www.lelakarayanni.gr, www.ert.gr,