Γιώργος Πλειός: ΜΜΕ, ο επικοινωνιακός ανταρτοπόλεμος είναι εδώ

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, οι μετρήσεις που γίνονται στην Ελλάδα από το Ευρωβαρόμετρο, το PEW Research Center και άλλους φορείς, καταγράφουν σταθερά χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης του κοινού στα παλιά ΜΜΕ (τηλεόραση, Τύπο, ραδιόφωνο). Μπορεί να υπάρχον διαφορές στα ευρήματα των ερευνών που διενεργούν οι επιμέρους οργανισμοί, αλλά σε όλες τις μετρήσεις η δυσπιστία του κοινού στα ΜΜΕ είναι υψηλή έως πολύ υψηλή. Η δυσπιστία προς τα παλιά ΜΜΕ είναι εντονότερη στην τηλεόραση και ακολούθως στον Τύπο και το ραδιόφωνο. Υψηλά ποσοστά δυσπιστίας καταγράφονται και στις άλλες χώρες της ΕΕ, όμως σε γενικές γραμμές τα ποσοστά της δυσπιστίας του κοινού στα ΜΜΕ στην Ελλάδα, είναι έως και σημαντικά μεγαλύτερα.

Οι λόγοι για τα υψηλά ποσοστά δυσπιστίας προς τα παλιά ΜΜΕ στην Ελλάδα είναι πολλοί και είναι τόσο δομικοί, όσο και συγκυριακοί.  Μεταξύ των συγκυριακών παραγόντων ο σημαντικότερος, σύμφωνα με πλειάδα ερευνών, μελετών και αναλύσεων τα τελευταία χρόνια, είναι η υπηρετική σχέση των μεγάλων Μέσων προς την πολιτική εξουσία και ιδιαίτερα προς την κυβέρνηση η οποία έχει εγκαθιδρυθεί και συνεχίζεται. Κορυφαία εκδήλωση αυτής της υπηρετικής στάσης των ΜΜΕ προς την κυβέρνηση είναι η σχεδόν καθ’ υπαγόρευσιν από πολιτικά πρόσωπα, παραγωγή περιεχομένου των ΜΜΕ (άρθρα, ρεπορτάζ κ.ά.) για κρίσιμα ζητήματα της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής, όπως η υπογραφή μνημονίων και η εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών, και γενικότερα η οικονομική, η εξωτερική πολιτική, η εκπαιδευτική πολιτική κ.ά. Γεγονός, το οποίο έχουν αναγνωρίσει δημόσια με δηλώσεις τους ορισμένοι γνωστοί δημοσιογράφοι οι οποίοι παρήγαγαν στο παρελθόν τέτοιο περιεχόμενο. Το αποτέλεσμα ήταν πολλά ΜΜΕ, ιδιαίτερα τα μεγάλα, όχι μόνο σε κοινό αλλά και στον προϋπολογισμό τους, να γίνουν πιο μνημονιακά και από τις κυβερνήσεις που υπέγραψαν και εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές.

Θα νόμιζε κανείς πως με τους φραγμούς στις ροές κεφαλαίων από το κράτος στις επιχειρήσεις – ιδιοκτήτες των ΜΜΕ που έθεσαν τα περιοριστικά μέτρα των μνημονίων και ιδιαίτερα του τρίτου μνημονίου, θα περιοριζόταν η διαπλοκή και έτσι η εξάρτηση των μεγάλων Μέσων από την πολιτική εξουσία. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν η «αγορά» ήταν σε θέση να στηρίξει τα υπάρχοντα Μέσα στη χώρα. Και για να γίνει αυτό αφενός θα έπρεπε να περιοριστεί η πληθώρα των Μέσων, συνεπώς όλη η συναφής βιομηχανία του τα παράγει, αφετέρου θα έπρεπε είτε μέσω της διαφήμισης, είτε της κατανάλωσης περιεχομένου επί πληρωμή, να αντλήσουν τα Μέσα τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς πόρους. Το πρώτο το πέτυχε η κρίση, η οποία οδήγησε δεκάδες Μέσα είτε στο κλείσιμο είτε σε αναστολή λειτουργίας είτε σε περιορισμό της δραστηριότητάς τους και μαζί με αυτό σε ανεργία, υποαπασχόληση και υπο-αμοιβή χιλιάδες εργαζομένους, παρά την αρχική στήριξη μέσω τραπεζικών δανείων, που ήταν η επόμενη κατά σειρά μορφή της διαπλοκής. Το δεύτερο όχι μόνο δεν το εξασφάλισε η κρίση, αλλά αντίθετα, η συρρίκνωση των εισοδημάτων, την οποία αυτή προκάλεσε και οδήγησε σε περιορισμό της κατανάλωσης και κατά προέκταση σε περιορισμό της διαφήμισης και των διαφημιστικών εσόδων των Μέσων.

Συνεπώς, αφού ούτε η κρατική διαπλεκόμενη στήριξη ήταν εφικτή, αλλά ούτε και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς των Μέσων, η μόνη πηγή προσέλκυσης κεφαλαίων έγινε η ίδια χρηματοδότηση των Μέσων από επιχειρήσεις με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, τις οποίες θα επέτρεπε ένας «πιο χαλαρός» διοικητικός έλεγχος. Για το λόγο αυτό, η  με πολιτικά μέσα, εξασφάλιση της επιβίωσης προβληματικών επιχειρήσεων των Μέσων με τα δεδομένα της αγοράς σε μια χρονική στιγμή, συνιστά έναν πολύ πιο ισχυρό δεσμό μεταξύ των Μέσων και της πολιτικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση ισχυρότερο σε σύγκριση με την οικονομική εξασφάλιση της επιβίωσή των ΜΜΕ, είτε δια των δημοσίων έργων που αναλάμβαναν στο παρελθόν οι μητρικοί όμιλοι, είτε μέσω των τραπεζικών δανείων προς τις θυγατρικές εταιρείες ΜΜΕ, ως μορφές διαπλοκής επιχειρηματιών και πολιτικών στελεχών.

Παρά ταύτα με πρόσχημα την υγειονομική κρίση, εκτός από την πρώτη, συντελέστηκε και η δεύτερη μορφή εναγκαλισμού Μέσων και πολιτικής εξουσίας.  Έτσι η  πανδημία έδωσε την αφορμή για μια ολοκληρωτική μορφή εξάρτησης των Μέσων από την πολιτική εξουσία. Κι αυτό ακριβώς αποτελεί είτε την αιτία είτε το αποτέλεσμα είτε και τα δυο, μια πρωτοφανούς για τα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά δεδομένα μεροληψία στην κάλυψη των γεγονότων είτε δια της υπερ-θετικής υπερ-προβολής ορισμένων ενεργειών και προσώπων, κυρίως της πολιτικής εξουσίας είτε δια της αποσιώπησης των γεγονότων που θαμπώνουν το φωτοστέφανό της ή επικριτικές φωνές που συμβάλουν σ’ αυτό. Ο περιορισμός των διαφορετικών φωνών και απόψεων είναι ένα ηχηρό σύμπτωμα της ολοκληρωτικής εξάρτησης των Μέσων.

Η μνημονιακή και μεταγενέστερη υποταγή των Μέσων στις κυβερνήσεις ήταν το αποκορύφωμα μια δομικής ιδιαιτερότητας των ελληνικών Μέσων που ξεκινά ήδη από την αρχή της εμφάνισης των Μέσων στην Ελλάδα, αμέσως μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης το 1821 και την εμφάνιση των πρώτων εφημερίδων. Η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στην οικονομική και πολιτική εξάρτηση των Μέσων επικοινωνίας. Τα Μέσα εξαρτώνται χρηματοδοτικά και σε επίπεδο διοικητικών ρυθμίσεων, με αποτέλεσμα να ακολουθούν σε γενικές γραμμές την προτιμητέα από την πολιτική εξουσία, ιδιαίτερα από την εκτελεστική, «γραμμή» κατά την  κάλυψη των γεγονότων και των προσώπων της επικαιρότητας, αλλά και σε επίπεδο ιδεών.  Αν και αυτό το γνώρισμα των ελληνικών Μέσων το συναντάμε από την απαρχή της ιστορικής τους διαδρομής, η ακαδημαϊκή έρευνα και μάλιστα δια χειρός ξένων επιστημόνων το έφερε στο φως στα Μέσα της δεκαετίας ’00.  Συνεπώς η υπηρετική στάση των Μέσων προς την πολιτική εξουσία έχει τόσο μια συγκυριακή πτυχή που κωδικοποιήθηκε με τον όρο «διαπλοκή», όσο και μια δομική που συνίσταται στην μνημονευθείσα εξάρτηση, που αποτελεί γενέθλιο στίγμα των ελληνικών ΜΜΕ.

Ωστόσο, η κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας επί (και των ιδιωτικών) ΜΜΕ και συνεπώς η δομική δύσπνοια της πολυφωνίας, δεν είναι ο μόνος δομικός παράγοντας της αναξιοπιστίας των ΜΜΕ στη χώρα. Αν διαβάσουμε πιο προσεκτικά μιας σειρά ερευνών των τελευταίων 20 χρόνων, θα διαπιστώσουμε ότι αρκετές μετρήσεις και έρευνες καταγράφουν δυσπιστία του κοινού για τους θεσμούς της νεωτερικότητας, στους οποίους περιλαμβάνονται τα πολιτικά κόμματα, η Βουλή, οι τράπεζες, τα Μέσα επικοινωνία κ.ά. Το αντινεωτερικό πνεύμα αν και είχε ισχυρές ρίζες απέκτησε αίγλη και νομιμοποίηση κατά την περίοδο ενός παραδοσιόπληκτου πολιτισμοποιημένου καταναλωτικού τρόπου ζωής, τον  οποίο οργάνωσε η πολιτική εξουσία προς ίδιον όφελος. Με άλλα λόγια, όσοι με το ένα χέρι οργάνωναν την εξάρτηση των Μέσων από την πολιτική εξουσία, με το άλλο οργάνωναν την αμφισβήτηση των προϋποθέσεων που της έδιναν αυτή τη δύναμη. Η αντινεωτερική αμφισβήτηση είναι προϊόν της διαπλοκής με τον ίδιο τρόπο που η διαπλοκή είναι προϊόν της αντινεωτερικής αμφισβήτησης. Ο διαβόητος «εκσυγχρονισμός» ήταν και είναι απλώς η υποκριτική εξομολόγηση των πιστών της εξάρτησης από την πολιτική εξουσία στο ιερατείο της διαπλοκής, ώστε να γίνει πιο ευέλικτο και βιώσιμο το δίδυμο διαπλοκής και έμπρακτης αντινεωτερικής αμφισβήτησης.

Έτσι, βαθμιαία, και στο περιβάλλον όξυνσης των πολιτικών, οικονομικών κ.ά. προβλημάτων που γέννησαν η οικονομική κρίση πριν λίγα χρόνια και η πανδημία τον τελευταίο χρόνο, καθώς και η αδυναμία της πολιτικής εξουσία να διαχειριστεί αποτελεσματικά αυτά τα προβλήματα,  οι αντιθετικές φωνές που έγιναν περισσότερες και κατ’ ανάγκη πιο έντονες δεν μπορούν να ακουστούν πλέον από τα παλιά Μέσα. Το διαδίκτυο, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και γενικότερα τα λεγόμενα εναλλακτικά Μέσα ήταν και ακόμα είναι η μόνη δυνατότητα να ακουστούν εναλλακτικές και γενικότερα αντιθετικές προς τις κυρίαρχες φωνές. Το 2020 ένας νέος, μετά το 2012, επικοινωνιακός ανταρτοπόλεμος θα ξεκινήσει. Αυτή τη φορά οι αντιθετικές φωνές είναι πιο ώριμες, πιο εκπαιδευμένες, πιο ρεαλιστικές και πιο σθεναρές.

Γι’ αυτό την ίδια ώρα που καταγράφονται υψηλά ποσοστά δυσπιστίας στα παλιά ΜΜΕ, οι μνημονεθείσες έρευνες καταγράφουν πως, συγκριτικά, το διαδίκτυο είναι περισσότερο αξιόπιστο Μέσο στην Ελλάδα εν συγκρίσει με τα παλιά Μέσα. Για κάποια χρόνια η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην οποία το διαδίκτυο θεωρείτο το πιο αξιόπιστο Μέσο. Τα τελευταία δυο τρία χρόνια προστέθηκαν στην παρέα μας η Σερβία και η Ουγγαρία. Γεγονός που δείχνει ότι η (αρνητική από δημοσιογραφική άποψη) τάση στην οποία πρωτοστάτησε η Ελλάδα διευρύνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αντί να μειώνεται.

Ο λόγος είναι απλός. Στο διαδίκτυο μπορεί κάποιος να συναντήσει τις φωνές με τις οποίες συμφωνεί ή να ορθώσει τη δική του. Το διαδίκτυο, πέρα από τις επαναλήψεις, τις ανακρίβειες, την χαμηλή επαγγελματική στάθμη ορισμένες φορές, αλλά και την κυβερνο-λατρική στάση κάποιων ενημερωτικών ιστοτόπων, οι χρήστες θα διαβάσουν πληροφορίες και ειδήσεις που δεν υπάρχουν ούτε και μπορούν να υπάρξουν στα παλιά ΜΜΕ, υπό το καθεστώς εξάρτησης στο οποίο βρίσκονται.

Με τον τρόπο αυτό τα παλιά ΜΜΕ προκειμένου να επιβιώσουν καταβάλλουν ένα υψηλό τίμημα. Δέχονται να ακρωτηριαστεί η πλέον βασική τους λειτουργία, η ειδησεογραφική. Χάνουν όμως έτσι τη χρηστική τους αξία και έτσι βαθμιαία τείνουν να απωλέσουν  την οικονομική και πολιτική τους εμπορικότητα. Από την άλλη πλευρά, το καθεστώς εξάρτησης από την πολιτική εξουσία δεν επιτρέπει να ακουστούν πολλές από τις φωνές που υπάρχουν στην κοινωνία, είτε στο χώρο της πολιτικής είτε στο χώρο του πολιτισμού είτε σε άλλα κοινωνικά πεδίο. Είναι το σημείο της εντονότερης κριτικής που ασκείται στα ΜΜΕ, στην κυβέρνηση και άλλους υπεύθυνους φορείς της πολιτείας. Ωστόσο με τον τρόπο αυτό τα ΜΜΕ χάνουν και τη συμβολική τους αξία. Χάνουν δηλαδή τη δυνατότητά που είχαν να ταυτίζεται πολιτιστικά μ’αυτά το κοινό, με αποτέλεσμα ολοένα και μικρότερο μέρος του κοινού να τα θεωρεί «δικά του» Μέσα, ολοένα και μικρότερο μέρος του κοινού να τα ακολουθεί. Με άλλα λόγια όσο λιγότερο αναγνωρίζει το κοινό τον εαυτό του και τη φωνή του στα παλιά Μέσα, τόσο περισσότερο θα προσφεύγει στα εναλλακτικά Μέσα, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ή άλλα Μέσα. Καλώς ή κακώς, ευτυχώς ή δυστυχώς αυτή είναι μια αντικειμενική τάση.

Όμως η απώλεια κοινού μειώνει έτι περαιτέρω τα έσοδα των Μέσων και με τον τρόπο αυτό οδηγούνται  σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό ολοκληρωτικής εξάρτησης από την πολιτική εξουσία. Έτσι σχηματίζεται ένας φαύλος κύκλος στον οποίο ο πολιτικός έλεγχος των παλιών Μέσων οδηγεί στην εκτεταμένη δημοσιογραφική χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και γενικότερα του διαδικτύου, ενώ η εντατική και εναλλακτική χρήση του διαδικτύου, η έγερση σ’ αυτά περιθωριοποιημένων ή και αποβεβλημένων από τα παλιά Μέσα φωνών, οδηγεί στην ακόμα εντονότερη εξάρτηση των παλιών Μέσων από την πολιτική εξουσία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πίεση από τα νέα Μέσα, δηλαδή η πίεση από τους πολίτες και την κοινωνία.

Σε ότι αφορά όμως το σύνολο του δημόσιου βίου το κυριότερο ζήτημα είναι ότι στο πεδίο της δημοσιότητας τα παλιά Μέσα παίζουν όλο και περισσότερο το ρόλο της πολιτικής εξουσίας, το ρόλο της κυβέρνησης, το ρόλο του κατεστημένου, ενώ το διαδίκτυο και τα νέα Μέσα παίζουν όλο και περισσότερο το ρόλο της κοινωνικής αμφισβήτησης, το ρόλο της αντιπολίτευσης, το ρόλο της εναλλακτικής οπτικής και προοπτικής. Όσο περισσότερο εντείνεται η ολοκληρωτική εξάρτηση των παλιών Μέσων από την πολιτική εξουσία τόσο περισσότερο αποκτούν εναλλακτικό χαρακτήρα και δύναμη τα παλιά Μέσα και αντίστροφα. Το σημείο καμπή σε αυτόν το ιδιότυπο πολιτικό επικοινωνιακό ανταρτοπόλεμο θα έλθει όταν μια εξουσία, οικονομική ή πολιτική, επιχειρήσει ολοκληρωμένη παρέμβαση στο διαδίκτυο, όταν δηλαδή επιχειρήσει να τα αντιμετωπίσει όπως τα παλιά Μέσα.

Έτσι, αν δεν αλλάξει κάτι, κάθε χρόνο που περνάει, θα συντελείται μια σύντηξη παλιών Μέσων και παλιάς (κάθετης, ιεραρχικής, αυταρχικής) εξουσίας η οποία από ένα σημείο και πέρα ίσως δεν  θα μπορέσει να αποφύγει μια κοινωνική και πολιτική μεγα-έκρηξη.

Κείμενο Γιώργος Πλειός – Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Γιώργος Πλειός είναι Καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά το παρελθόν εργάστηκε στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Ιωαννίνων. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής Στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης Kadir Has (2019), στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Fudan της Σαγκάης στην Κίνα (2018),  στο Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου του Κιέβου “Taras Shevchenko” (2014), στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Frederick (2012) και στο Τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Σόφιας “St. Kliment Ohridski” (2011), ενώ έχει δώσει διαλέξεις σε πανεπιστήμια της Μαλαισίας (2019), της Πορτογαλίας (2013), της Ουγγαρίας (2013, 2016, 2017, 2019) της Κύπρου (2016), καθώς και διάφορα πανεπιστήμια της Ελλάδας. 
Έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία, με μεταπτυχιακές σπουδές (ΜΑ και Ph.D) στην Κοινωνιολογία του πολιτισμού και των ΜΜΕ. Μόνος ή σε συνεργασία με άλλους έχει δημοσιεύσει 7 βιβλία, 22 κεφάλαια σε συλλογικούς τόμους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πάνω από 45 άρθρα σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ενώ έχει παρουσιάσει 60 και πλέον εργασίες σε επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και διεθνώς. Εργασίες του έχουν δημοσιευτεί στη Μ. Βρετανία, τις ΗΠΑ, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και στην Τουρκία και στην Κίνα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την έρευνα των ελληνικών ειδήσεων και έχει διευθύνει περισσότερες από 25 σχετικές έρευνες, αρκετές από τις οποίες έχουν ανακοινωθεί σε επιστημονικά άρθρα και συνέδρια. 
Είναι μέλος πολλών ελληνικών και διεθνών επιστημονικών φορέων. Από τον Δεκέμβριο 2017 είναι Πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τον Νοέμβριο 2016 είναι μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και Πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας  (Απρίλιος 2018 – Σεπτέμβριος 2020). Κατά την περίοδο 2011 – 2015 υπήρξε Αναπληρωτής Συντονιστής του Ερευνητικού Δικτύου 18 (Κοινωνιολογία των ΜΜΕ) της Ευρωπαϊκής Κοινωνιολογικής Εταιρείας (European Sociological Association). Κατά το χρονικό διάστημα 2011 – 2015 ήταν επίσης Πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ. Υπήρξε μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου (Supervisory Board) του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ελευθερία του Τύπου και των ΜΜΕ (European Center for Press and Media Freedom) κατά την περίοδο Οκτωβρίου 2015 – Οκτωβρίου 2017.
Άρθρα και συνεντεύξεις του φιλοξενούνται τακτικά σε ελληνικά και ξένα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.
Περισσότερες πληροφορίες στο: https://sites.google.com/site/giorgospleios/