Θεόδωρος Στάμος, ο σημαντικός Λευκαδίτης εξπρεσιονιστής

Ο Θεόδωρος Στάμος (Νέα Υόρκη Δεκέμβριος 1922 – Ιωάννινα Φεβρουάριος 1997), παιδί Ελλήνων μεταναστών ήταν ένας από τους σημαντικότερους αφηρημένους Αμερικάνους εξπρεσιονιστές ζωγράφους και πρωταγωνιστική μορφή του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού διεθνώς. Πορεύθηκε με συνέπεια καθ’ όλη την εικαστική του διαδρομή -από τους βιομορφικούς πίνακες (1945 – 1949) και τα αφηρημένα και καλλιγραφικά έργα (1949 – 1955) έως τις τρεις μεγάλες σειρές που δημιούργησε από το 1954 έως το 1993- δίνοντας ένα έργο πνευματικό, με υπαρξιστικό και οντολογικό περιεχόμενο.

Κομβικό σημείο της πορείας του, η συμμετοχή του στην περίφημη ομάδα των «Οξύθυμων»The Irascibles” μαζί με τους Τζάκσον Πόλοκ, Βίλεμ ντε Κούνινγκ και Μαρκ Ρόθκο. Όλοι τους ήταν μέλη της Σχολής της Νέας Υόρκης και αναφέρθηκαν περιπαικτικά ως Οι Οξύθυμοι σε ένα άρθρο του περιοδικού Life, το οποίο περιελάμβανε και την περιώνυμη φωτογραφία της Νίνα Λινμιας από τις πιο ενδιαφέρουσες φωτογραφίες της σύγχρονης ιστορίας της Τέχνης.

Το άρθρο ήταν σχετικά με την επιστολή διαμαρτυρίας που συνυπέγραψε ο Στάμος μαζί με τους δεκαεπτά ακόμη καλλιτέχνες της πρωτοπορίας το 1950, καταγγέλλοντας τα συντηρητικά κριτήρια της συγκρότησης έκθεσης σύγχρονης αμερικανικής ζωγραφικής στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

Προηγήθηκε η δεκαετία του 1940 που είχε ιδιαίτερη σημασία στην αμερικανική τέχνη. Η Peggy Guggenheim, η οποία είχε εγκαταλείψει την Ευρώπη με τον σύζυγό της, τον σουρεαλιστή καλλιτέχνη Max Ernst, άνοιξε την γκαλερί της, Art of This Century, προβάλλοντας Ευρωπαίους και πολλά υποσχόμενους Αμερικανούς καλλιτέχνες της avant-garde. Τζάκσον Πόλοκ, Μαρκ Ρόθκο, Θεόδωρος Στάμος και άλλους. Η New York School στον κόσμο της τέχνης, ήταν πλέον γεγονός.

Ο Στάμος που σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης ήταν πάντα συνεπής με το προσωπικό του δημιουργικό όραμα, ταξίδεψε πολύ στη ζωή του και τα ταξίδια αυτά συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της αισθητικής του, δημιουργώντας ένα βαθύ ενδιαφέρον για τις μορφές θρησκευτικότητας ανά τον κόσμο.

Ενδιαφέρθηκε έντονα για τη φιλοσοφία της Άπω Ανατολής, αλλά και για τη γιαπωνέζικη τέχνη και την καλλιγραφία και εξερεύνησε μια νέα προσέγγιση στην αφαίρεση, εμπνευσμένος από την αισθητική της Νοτιοανατολικής Ασίας (σειρά Tea House). Αργότερα εργάστηκε με συνθέσεις οι οποίες έγιναν προοδευτικά πιο αφαιρετικές και πιο απλοποιημένες.

Η ύστερη του σταδιοδρομία επηρεάστηκε αρνητικά όταν ο Μαρκ Ρόθκο (Mark Rothko) επέλεξε τον Στάμο, με τον οποίο συνδεόταν με φιλία, ως ένα από τα μέλη του ιδρύματος διαχείρισης της κληρονομιάς του. Απόφαση που όμως οδήγησε στην εμπλοκή του Στάμου σε ένα μεγάλο δικαστικό σκάνδαλο με τους κληρονόμους του Ρόθκο και τον ταλαιπώρησε σημαντικά.

Από το 1970 άρχισε να μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Νέας Υόρκης και Λευκάδας. Ήταν η περίοδος που ο ίδιος ονομάζει κόλαση, καθώς οι πολλές προσωπικές και επαγγελματικές ατυχείς συγκυρίες τον τραυμάτισαν, χωρίς όμως ο ίδιος να καταθέσει τα όπλα. Δεν παραιτήθηκε, αποστασιοποιήθηκε από τον ανταγωνιστικό καλλιτεχνικό κόσμο και συνέχισε το έργο του. Επέστρεψε στην Λευκάδα και σε μια άλλη λιτή πιο ζωή, επαναπροσδιορίζοντας την καλλιτεχνική του πορεία. Και το πέτυχε.

Το 1975 δώρισε 45 έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, ενώ μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του έργου του οργανώθηκαν σε πολλά μέρη του κόσμου, σε μουσεία και γκαλερί.

Γράφει στην  εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» (Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009) με την ευκαιρία της έκθεσης «Stamos Reds», ο κ. Αντώνη Κωτίδη καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης:

Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός συμβόλιζε τον «ελεύθερο κόσμο» απέναντι στην αντίπαλη αισθητική του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού. Είναι γνωστό ότι οι διάφορες προπολεμικές τάσεις της ευρωπαϊκής Αφαίρεσης είχαν πολύ περιορισμένη απήχηση. Αντίθετα, η επιρροή της μεταπολεμικής Αφαίρεσης της Σχολής της Νέας Υόρκης, αλλιώς των «Οξύθυμων», πήρε τεράστιες διαστάσεις. Εκτός όμως από ιστορία καλλιτεχνικού θριάμβου, ήταν συνάμα απόλογος ψυχικής συντριβής πολλών δημιουργών του, μια αλυσίδα αλκοολισμού, αυτοκτονιών και βίαιων θανάτων. Ωστόσο οι μηχανισμοί προώθησης της τέχνης διακήρυσσαν ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες έπνεε ο άνεμος της απόλυτης ελευθερίας που χρειαζόταν ο καλλιτέχνης για να εκφραστεί δημιουργικά, εν αντιθέσει προς τη Σοβιετική Ενωση όπου όλοι έπρεπε να φοράνε τον στενό κορσέ του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού.

Ο τελευταίος κόσμος του Στάμου από το 1990 ως τον θάνατό του, το 1997 στη Λευκάδα, έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του την εξπρεσιονιστική σφοδρότητα και την ανάπτυξη μιας καλλιγραφίας που, χωρίς να απεικονίζει αναγνωρίσιμα αντικείμενα, είναι παραστατική στην ουσία της – δεν είναι αφηρημένη τέχνη. Οπως και οι περισσότεροι από τους φίλους του της φωτογραφίας, ο Στάμος υπέφερε ζωγραφίζοντας και ζωγράφιζε φιλοσοφώντας. Οι φυσικές, προπάντων όμως οι μεταφυσικές αγωνίες του, έκαναν τον γύρο του κόσμου ως εικαστικά του δημιουργήματα σε πολλές αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του όσο ζούσε. Αν και από τη δεκαετία του 1970 η επαφή του με την Ελλάδα έγινε πυκνότερη, αφού περνούσε τα καλοκαίρια του στη Λευκάδα, δεν φαίνεται να υπήρξε κάποιας μορφής αλληλεπίδραση με το εγχώριο καλλιτεχνικό δυναμικό. Δεν είναι περίεργο. Οι συνομήλικοί του της Αφαίρεσης είχαν προ πολλού υιοθετήσει άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης ή δεν ζούσαν πια. Οι νεότεροι «έγραφαν» έτσι κι αλλιώς σε μια άλλη γλώσσα. Είχαμε περάσει στην εποχή της «μεταμόρφωσης του κοινότοπου», εποχή στην οποία η φλόγα του κόκκινου, ψηφιακή πλέον, δεν ήθελε -και φυσικά ούτε μπορούσε- να κάψει τίποτε.

 

Κείμενο Τζένη Φραγκούλη