Λέανδρος Λεφάκης: Η συναρπαστική ζωή του (Τρελ)Αντώνη Μπενάκη, του «le beau Grec» ιδρυτή του Μουσείου Μπενάκη

Ο Αντώνης Μπενάκης ήταν ένας «ξένος» για την φτωχή Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα. Πορφυρογέννητος, μεγάλωσε με γκουβερνάντες στην οικογενειακή έπαυλη του Quartier Grec της Αλεξάνδρειας και φοίτησε υπό τη δεσποτική κατήχηση των frères σε γαλλικό καθολικό σχολείο. Απείθαρχος όμως και ατίθασος εκ φύσεως, αποβλήθηκε για να συνεχίσει εσώκλειστος στο περίφημο Rossall School του Liverpool. Εκεί ήταν που μυήθηκε στον αθλητισμό, στον προσκοπισμό, στην ιστιοπλοΐα αλλά και στο ντύσιμο των κυρίων (gentlemen), στους καλύτερους ράφτες του Λονδίνου. Μέχρι τον θάνατό του, άλλωστε, διέθετε ομοίωμα στη Saville Row, για να ράβονται εκεί τα κοστούμια του πριν αποσταλούν στην Ελλάδα.

Όπως όλοι οι φερέλπιδες νέοι του παροικιακού ελληνισμού, έτσι και ο Μπενάκης, έβλεπε την πατρίδα των παππούδων του υπό ένα πρίσμα ευγενούς ιδεώδους και ιδεαλιστικού προτάγματος: να αποκτήσει κατ’ αρχήν η Ελλάδα την εθνική της αξιοπρέπεια και να συναντήσουν οι Έλληνες το ιστορικό πεπρωμένο τους.

Γι’ αυτό ακόμη και πριν την ενεργό συμμετοχή του πατέρα του, Εμμανουήλ Μπενάκη, στην κεντρική πολιτική σκηνή πολέμησε, ως εθελοντής, στον ατυχή πόλεμο του 1896-1897 και ξανά, το 1912, στους Βαλκανικούς πολέμους. Επίσης, ενίσχυσε οικονομικά τον Μακεδονικό Αγώνα και δη την ομάδα Γαρέφη.

Η πατρίδα Ελλάδα ήταν το παιδικό του βίωμα, από τα καλοκαίρια στην Καστέλα, όπου ο “Τρελαντώνης” (προσωνύμιο που του έδωσε η αδελφή του Πηνελόπη Δέλτα) ήταν ο «σκάνταλος και πεισματάρης» γιος, που δεν συμβιβαζόταν με τους άκαμπτους κανόνες του αστικού καθωσπρεπισμού. Η παιδική του ζωή περιγράφεται λεπτομερώς στο γνωστό βιβλίο της, “Τρελαντώνης”.

Ο Αντώνης Μπενάκης ασχολήθηκε με την πολιτική (διετέλεσε υφυπουργός Οικονομικών του Ελευθερίου Βενιζέλου) και είχε διά βίου πάθος με τον προσκοπισμό και το ναυταθλητισμό. Άρχισε να εκδηλώνει τα συλλεκτικά του ενδιαφέροντα στην Αλεξάνδρεια, ενώ ωρίμαζε μέσα του η ιδέα της δωρεάς, η οποία αποκρυσταλλώθηκε με την οριστική εγκατάστασή του στην Αθήνα, το 1926.

Όταν τελικώς μετοίκησε στην Ελλάδα, ο Μπενάκης ήταν πλέον ένας έμπλεος εμπειριών μεσήλικας με δύο γάμους και τέσσερα παιδιά. Έφερε μαζί του, σε μια φτωχή βαλκανική χώρα  τον προσκοπισμό (είχε ιδρύσει το Σύστημα Αλεξάνδρειας) και το ναυταθλητισμό (διετέλεσε ιδρυτής και πρόεδρος του ΝΟΕ μέχρι τον θάνατό του), ενώ αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στο πάθος του για τη συλλογή έργων τέχνης και εθνικών κειμηλίων. Αλλά και όταν του ανατέθηκε το χαρτοφυλάκιο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δεν άλλαξε συνήθειες. Παρέμεινε, όπως τον αποκαλούσαν οι Γάλλοι φίλοι του στη Νίκαια, κοσμοπολίτης και αριστοκράτης, όπως τότε που θριάμβευε ως παίκτης του polo με την ομάδα του Alexandria Sporting Club.

Το όνειρό του για το Μουσείο ήταν κάτι περισσότερο από αυτό που παραδοσιακά ονομάζουμε δείγμα «ευποιίας». Φιλοδοξούσε να καταστεί μια πνευματική κιβωτός για τη χώρα, που στο πέρασμα του χρόνου, θα ακτινοβολεί αίγλη αλλά και νεανικό ενθουσιασμό. Όπως δηλαδή, διήγε τον βίο του και ο ίδιος.

Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να το εγγυηθεί αυτό, ήταν φυσικά η ρητή βούληση την οποία άφησε στους κληρονόμους του: «Παραγγέλλω να εντοιχίσετε την καρδιά μου εις την είσοδον».

Ακόμα και σήμερα, ο επισκέπτης του Μουσείου της οδού Κουμπάρη – το οποίο ήταν το πατρικό του σπίτι – αισθάνεται τον παλμό της καρδιάς του ιδρυτή του. Εκεί, άλλωστε, μετέβαινε καθημερινά, νωρίς το πρωί, με το άψογο, πρωινό του κοστούμι, εκεί επέστρεφε το απομεσήμερο. Όπλα, εθνικά κειμήλια, μουσουλμανικά και αραβικά τεχνουργήματα, έργα εικαστικών τεχνών, εικόνες και κεραμικά προσείλκυσαν την προσοχή του και του επέτρεψαν να σχηματίσει με την πάροδο του χρόνου ιδιαίτερα αξιόλογες συλλογές διαφόρων ιστορικών περιόδων και καλλιτεχνικών πεδίων.

Όταν κατέρρευσε το μέτωπο το 1941 και ακολούθησε η γερμανική εισβολή, φρόντισε να φυγαδεύσει τα εκθέματα και να καλύψει με σακιά τα παράθυρα και τις πόρτες του Μουσείου. Και βέβαια, έδωσε όλα του τα κοστούμια πρωινά, απογευματινά, βραδινά, στους εξαθλιωμένους στρατιώτες που μόλις είχαν επιστρέψει από το μέτωπο. Από εκείνη την ημέρα – όπως αφηγήθηκε ο επί χρόνια διευθυντής του Μουσείου, Μανώλης Χατζηδάκης στον Χρήστο Γιανναρά – και για τα τριάμισι χρόνια που διήρκησε η Κατοχή, ο Αντώνης Μπενάκης κυκλοφορούσε με το ίδιο, ένα και μοναδικό κοστούμι.

Ο Αντώνης Μπενάκης άφησε τήν τελευταία του πνοή στις 31 Μαΐου του 1954.

Η Λίνα Κάσδαγλη έκλεισε μέσα σε μία φράση την ουσία της ζωής του: «Γεννημένος ἄρχοντας ἔδωσε στή ἀρχοντιά τό γνησιότερο περιεχόμενό της, τήν ἀγάπη γιά τά ὡραία πράγματα καί τήν ἀγάπη γιά τόν πλησίον»

Κείμενο Λέανδρος Λεφάκης

Ο Λέανδρος Λεφάκης είναι διδάκτωρ νομικής και δικηγόρος Αθηνών. Διδάσκει βιοηθική και βιοδίκαιο στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

Πηγές:

https://www.benaki.org

Σουλογιάννης Ε., (2004), Αντώνης Εμμ. Μπενάκης, 1873-1954: Ο ευπατρίδης, ο διανοούμενος, ο ανθρωπιστής, Καστανιώτης – Μουσείο Μπενάκη.