O κλασικός του 20ού αιώνα, είναι ο χαρακτηρισμός με τον οποίο περιέγραφε λαμπρά σε μερικές μόνο λέξεις, το μεγαλείο του Γιάννη Μόραλη, η αείμνηστη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και ∆ιευθύντρια τότε της Εθνικής Πινακοθήκης.
Ο Γιάννης Μόραλης, που δεν του άρεσε να δίνει συνεντεύξεις, έχει δώσει όμως αρκετές, υπήρξε μια πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα με πλήθος διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Υπήρξε από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα, μεγάλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, σκηνογράφος και δάσκαλος με έργα που αναδεικνύουν τον πλούτο και την ευρύτητα των αναζητήσεών του.
Η συνολική προσφορά του στην ελληνική τέχνη είναι μεγάλη, σημαντική και αδιαμφισβήτητη και ο λόγος που το 1979 του απονέμεται το Αριστείο Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.
Έχουν γραφεί σχεδόν τα πάντα για τον ίδιο και το έργο του, από ανθρώπους μοναδικούς στον χώρο της τέχνης. Εγώ γράφω, για να θυμίσω την σημαντική παρακαταθήκη του στην γλυπτική και στις Αρχιτεκτονικές συνθέσεις που δίνουν αίγλη και επίπεδο ύπαρξης σε πολλά κτίρια της Αθήνας.
Επίσης να μιλήσω για τα μάτια του, που είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω και να θαυμάσω στο αξιόλογο ντοκιμαντέρ «Γιάννης Μόραλης» (2005, Περίπλους, CL Productions, ΕΡΤ, ΕΚΚ) του φίλου σκηνοθέτη Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, αφιερωμένο στη ζωή και στο έργο του σημαντικού αυτού Έλληνα καλλιτέχνη.
Στο ντοκιμαντέρ μου δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσω τον λόγο, την παρουσία του αλλά αυτό που μου έμεινε κυρίως χαραγμένο σαν εικόνα, ήταν τα μάτια του. Μάτια ζωντανά όσο δεν παίρνει, σπινθηροβόλα παρόλο το προχωρημένο τότε της ηλικίας του. Μάτια που μαρτυρούσαν την φλόγα της ψυχής του, το ανήσυχο της σκέψης του, την αγωνία της δημιουργίας, το πάθος και την αγάπη για την τέχνη.
– Και τα μάτια σπάνια ψεύδονται. Όσο και να προσπαθεί κάποιος να ελέγξει τα συναισθήματα του, την εικόνα που δίνει προς τα έξω, ή τις βαθύτερες σκέψεις του, τα μάτια δεν μπορεί να τα ελέγξει και με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο αυτά κάποια στιγμή μαρτυρούν τα πάντα. Στα «παράθυρα της ψυχής» όπως τα χαρακτήρισε ο Σαίξπηρ, περισσότερο από συχνά, καταγράφεται η συναισθηματική μας κατάσταση αλλά και αντανάκλαση του εγκεφάλου μας καθώς κάνει σκέψεις και επεξεργάζεται πληροφορίες.
– Και ενώ τα μάτια συλλέγουν πληροφορίες, επικοινωνούν επίσης κάτι για τον εαυτό μας, την περιέργειά μας, τη σοφία μας, τις ταλαιπωρίες μας, την ενσυναίσθησή μας, την αγάπη μας και την ανθρωπιά μας ή την ψυχρότητα, τον κυνισμό μας, την αδιαφορία μας. Το πως βλέπουμε τους άλλους αλλά και τον κόσμο.
– Τα μάτια, είναι το μόνο όργανο που έχουμε που μπορεί να το κάνει αυτό.
– Τα μάτια στα λένε όλα, αρκεί να τα κοιτάξεις με ένα βλέμμα χωρίς προκαταλήψεις, με ένα βλέμμα καθαρό, χωρίς τη φόρτιση της αδούλευτης σκέψης, της απαίδευτης καρδιάς.
Μεγάλη η καλλιτεχνική παρακαταθήκη του Γιάννη Μόραλη. Τεράστιο το έργο του. Μόνο τα πορτρέτα του ξεπερνούν τα 500. Ακούραστος και δημιουργικότατος μέχρι το τέλος, δεν εγκλωβίστηκε, δεν περιορίστηκε και εξελισσόταν συνέχεια. Η κινητήρια δύναμη του, το ένστικτο όπως το ονόμαζε ο ίδιος. Αυτό τον οδηγούσε. Αδιαμφισβήτητοι μάρτυρες τα μάτια του. Δεν ήταν μάτια που έκρυβαν, δεν ήταν μάτια που κρύβονταν. Ήταν μάτια που λαχταρούσαν την επαφή, την επικοινωνία. Διψούσαν για ζωή.
Οι Αρχιτεκτονικές συνθέσεις του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου της αποκαλούμενης “γενιάς του ‘30”, φιλοξενήθηκαν σε μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, το 2011. Σε διάστημα 40 περίπου χρόνων, ο Μόραλης σε συνεργασία με σημαντικούς Έλληνες αρχιτέκτονες ανέλαβε την κόσμηση μεγάλων αρχιτεκτονικών επιφανειών και χώρων σε κτίρια, ξενοδοχεία, τράπεζες και κατοικίες. Τα διαφωτιστικά κείμενα σε συνδυασμό με την ποικιλία του εικονογραφικού υλικού συγκροτούν που δημοσιεύτηκαν στον κατάλογο της ομώνυμης έκθεσης, αποτελούν ένα μοναδικό αρχείο για τους μελετητές του αρχιτεκτονικού έργου του μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη.
Το 1959, σχεδιάζει τη γραμμική σύνθεση της Β.Δ. και Ν.Α. πλευράς του ξενοδοχείου HILTON Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο φιλοτεχνεί συνθέσεις για το Ξενία της Φλώρινας και το Μον Παρνές της Πάρνηθας. Η «Βυθισµένη πολιτεία» που σχεδίασε για την Ωκεανίδα στη Βουλιαγµένη, και οι συνθέσεις τοίχων του Ξενοδοχείου Αµαλία στους Δελφούς, η επένδυση τοίχων µε ορειχάλκινες πλάκες στο υποκατάστηµα της Εθνικής Τράπεζας στο Ναυτιλιακό Μέγαρο του Πειραιά, η κεραµική σύνθεση στον τοίχο της First Νational City Βank της Θεσσαλονίκης, και η ξύλινη επένδυση στον τοίχο της ίδιας τράπεζας στο Κολωνάκι, η σύνθεση στον εξωτερικό τοίχο της Σχολής Μωραΐτη και η σύνθεση µε µπρούντζινα ανάγλυφα και κεραµικές πλάκες στον σταθµό Ακαδηµία του Μετρό της Αθήνας, είναι κάποια από αυτά τα έργα του.
Στο παλαιό λιμάνι της αγαπημένης του Αίγινας το μεγάλο γλυπτό του Μόραλη «Χωρίς Τίτλο» 2004, βασισμένο στο παλαιότερο ζωγραφικό έργο του εικαστικού με τίτλο «Αίγινα» (1974), που είναι μάλιστα εμπνευσμένο από το λιμάνι του νησιού.
Μερικές κουβέντες του που αξίζει να ξαναδιαβάσουμε:
«Έγινα θεατής της ζωής μου» Κουβεντιάζοντας έχουμε φτάσει στα έργα της δεκαετίας του ’50. Ένα σφιχτό κορίτσι, σαν βότσαλο, έχει ποζάρει για τους πίνακες με την έντονη πλαστικότητα. «Ήταν μοντέλο· μου πόζαρε πέντε χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα. Ήταν κοντούλα. Όταν όμως γδυνόταν, έπαιρνε μνημειακό μέγεθος. Το χρώμα της ήταν σαν φίλντισι. Στο γυμνό της Πινακοθήκης της Ρόδου νομίζω κατάφερα να το αποδώσω». Σας ενδιέφερε ο όγκος; Ρωτούν οι μαθητές της Σχολής. «Μ’ ενδιέφερε περισσότερο το κορίτσι, η παρουσία». Στη Μορφή του 1951, το ίδιο μοντέλο ντυμένο μ’ ένα μαύρο φόρεμα, κάθεται πλάγια, στη γνωστή στάση που επανέρχεται από ’δω και μπρος στη ζωγραφική του Μόραλη. Απλώνει οριζόντια το δεξί χέρι και το ακουμπά αδρανές πάνω σ’ ένα τραπέζι. «Το χέρι μου θύμιζε σπασμένο μέλος του αγάλματος. Γι’ αυτό το έκανα και βαρύτερο. Ένας κριτικός πρόσεξε την αδιόρατη αυτή παραμόρφωση. Το δέρμα της είχε ψυχρούς τόνους, δεν ξέρω αν κατάφερα να τους αποδώσω»
«Ο έρωτας και ο θάνατος πάνε μαζί. Και τα δυο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Όταν αντιμετώπιζα δυσκολίες έλεγα: Περίμενε να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Το θάνατο τον αισθάνομαι έκτοτε πολύ κοντά. Ίσως γι’ αυτό αγαπώ τη ζωή, τον έρωτα. Τα καλύτερα έργα μου βγήκαν από τη στέρηση. Με τη ζωγραφική προσπαθώ να μαγέψω, να κρατήσω τα πράγματα που κινδυνεύω να χάσω ή που έχασα. Γι’ αυτό τα πρόσωπα συχνά μοιάζουν»
«Κάτι εικόνες, οι οποίες µε λόγια βέβαια δεν µπορείς… το σωληνάρι… και κάπως… που λέµε καµιά φορά για τις αισθήσεις… ∆εν µιλάµε πολύ για την όσφρηση. Μιλάς… έχεις τις οπτικές µνήµες, ακουστικές µνήµες έχεις. Την όσφρηση; Είναι πολλή έντονη. Ακόµα θυµάµαι τη µυρουδιά, που ’χαν αρχίσει να ’ρχονται στην Άρτα οι πρόσφυγες οι πρώτοι. Βρεµένο πανί, καµένο ξύλο… ξέρω ’γω κάτι τέτοιο…»
Κείμενο Τζένη Φραγκούλη