Αγία Φωτεινή Αρχαίας Μαντίνειας: Ένα ιδιόρρυθμο έργο τέχνης

H εκκλησία της Αγίας Φωτεινής που βρίσκεται απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μαντίνειας, είναι έργο ζωής του αρχιτέκτονα εμπνευστή της, Κώστα Παπαθεοδώρου, ζωγράφου, αγιογράφου και μαθητή του Πικιώνη. Η εκκλησία είναι ιδιοκτησία του Μαντινειακού Συνδέσμου  και χτίστηκε σε χώρο που παραχώρησε το Υπουργείο Πολιτισμού. Η Αγία Φωτεινή απηχεί τη σχέση της Αρκαδίας με το φως. Το Λύκαιο όρος είναι βουνό στην Αρκαδία και το όνομα Λύκαιο πιστεύεται ότι βγαίνει από την ρίζα Λυκ που σημαίνει φως. Ο Μαντινειακός Σύνδεσμος,  ανέθεσε την μελέτη του ναού της Αγίας Φωτεινής το 1969 στον Παπαθεοδώρου, ο οποίος όταν του ανατέθηκε το έργο παραιτήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη από το Υπουργείο Πολιτισμού όπου εργαζόταν, για να υλοποιήσει αυτό το μεγάλο πόνημα, το οποίο και κατάφερε. Το 1970 έγινε η θεμελίωση.

Στο βιβλίο ΑΓΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ, εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ,  μια έκδοση αφιερωμένη στο ναό, καταγράφονται και τεκμηριώνονται οι  γνώμες ειδικών και αρχιτεκτόνων, ιστορικών και κριτικών Τέχνης, διανοητών και καλλιτεχνών, για  τη σημασία του ελληνικού αυτού αρχιτεκτονήματος, ως μνημείου πολιτισμού και έργου Τέχνης.  “Το οικοδόμημα θεωρείται ότι  αποτελεί πρωτοποριακή αρχιτεκτονική μαρτυρία σύγχρονου χαρακτήρα και μοναδικού ύφους, που ξεπερνά τον πρόσκαιρο επιφανειακό εντυπωσιακό μέσα από μεταφυσικούς συμβολισμούς, πρακτικά εφαρμοσμένους σαν απόσταγμα της οικουμενικής ελληνικής και της παγκόσμιας παιδείας και γνώσης, καθιστώντας το σημαντικό αρχιτεκτονικό μνημείο της Αρκαδίας και μνημείο παγκόσμιας εμβέλειας.”

Ο Κώστας Παπαθεοδώρου, μεταφέροντας την ψυχή του στο έργο, δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ  με την βοήθεια Αρκάδων μαστόρων. Η Αγία Φωτεινή  της αρχαίας Μαντίνειας, δεν ανήκει σε κανένα γνωστό ρυθμό αλλά βασίζεται σε αρχαίους αρχιτεκτονικούς νόμους στατικής, με έντονα τα στοιχεία των βυζαντινών επιρροών. Ο ναός έχει τρία Ιερά και τα αγιογραφούμενα πρόσωπα  θυμίζουν αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία παραπέμπουν σε συμβολισμούς, ενώ τα ψηφιδωτά δάπεδα έχουν θέματα κυρίως αρχαία Ελληνικά. Η πρώτη ύλη προήλθε από σχιστήρια,  παλαιά λατομεία και παλαιά υλικά αφημένα στην τύχη τους, που ο ίδιος ο Παπαθεοδώρου συνέλεγε, γυρίζοντας την περιοχή. Τα τούβλα είναι χειροποίητα και προήλθαν από την Τρίπολη, ενώ όλοι οι κίονες, τα κιονόκρανα, οι κιονίσκοι, τα επιστήλια έχουν και κομμάτια από αρχαία κτίσματα που βρέθηκαν στο σημείο.

Το κτίσμα, χαρακτηρίστηκε  από τον Γιάννη Τσαρούχη “Φλέβα νερού για τους διψώντες” και ακόμα και σήμερα διχάζει για τον σχεδιασμό του. Άλλοι το θεωρούν αριστούργημα και έργο τέχνης και άλλοι αρχιτεκτονικό “λάθος”.

Στον περιβάλλοντα χώρο του ναού, υπάρχει ηρώο για να τιμηθούν οι πεσόντες στους πολέμους, αλλά και για να θυμίζει την χαμένη Αγία Φωτεινή της Σμύρνης. Το ηρώο διέπεται σχεδιαστικά από την ίδια λογική με το ναό.  Επίσης, στον ίδιο χώρο, υπάρχει το λεγόμενο φρέαρ του Ιακώβ, με περίστυλη κρήνη με ιδιαίτερη κατασκευή.

Ο Κώστας Παπαθεοδώρου στη συνέντευξη του στην εφημερίδα “Οδός Αρκαδίας” https://www.odosarkadias.gr/,  αναφέρει για τον ίδιο: “Η καταγωγή των γονιών μου είναι από τον Αρκαδικό Ατσίχωλο. Γεννήθηκα το 1937 κι έζησα τα παιδικά χρόνια μου στη Χαλκίδα όπου ήρθαν οι γονείς μου, με τον πατέρα μου ν” ασχολείται με το εμπόριο ενώ η μάνα μου ήταν μυλωνού στον Ατσίχωλο. Ήμασταν οκτώ αδέλφια, τα πέντε εν ζωή, σήμερα. Μεταξύ αυτών κι η αδελφή μου, η οποία είναι ποιήτρια, γλύπτρια, ζωγράφος και φιλόσοφος. Αποφοίτησα από το Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, πήγα στη Βιέννη και μετά στο Βερολίνο για να σπουδάσω Αρχιτεκτονική. Στρατεύθηκα στην Ελλάδα. Γύρισα στο Άαχεν και συνέχισα τις σπουδές μου με φιλέλληνες καθηγητές αλλά και εξαίρετους Αρχιτέκτονες που ήθελαν την Αρχιτεκτονική ν” ανεβαίνει, προς τα επάνω, προς τα θεία και ανώτερα πράγματα. Αυτό μ’ επηρέασε πολύ όπως και ο Γερμανικός πολιτισμός, ο οποίος κατάγεται από τον Ελληνικό. Γι’ αυτό πέτυχε η Γερμανία, διότι πήρε ό,τι καλύτερο από την Ελλάδα. Αυτός είναι και ο Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, δηλαδή το χριστιανικό πνεύμα είναι συνέχεια του αρχαίου ελληνικού. Σε αυτά βασίστηκα, δηλαδή στο σεβασμό της αρχαιότητας και τη συνέχεια των αρχαίων που είναι ο χριστιανικός πολιτισμός. Τα ένωσα αυτά τα δυο στην Αγία Φωτέινή και μερικοί με παρεξήγησαν ως ειδωλολάτρη. Αυτό είναι λάθος. Υπάρχει συγγένεια χριστιανισμού και αρχαιότητας. Είναι μια προσπάθεια να βρω το θεό που δε φαινότανε, αλλά τον βλέπαμε μέσα από τα έργα του που ήταν φιλόθεα. Αυτό τον φιλοθεϊσμό τον συνέχισαν οι Έλληνες των χριστιανικών εποχών. Επιστρέφω το 1967 στην Ελλάδα κι εργάζομαι στο Υπουργείο Πολιτισμού για τρία χρόνια, με τον τότε μεγάλο Σπύρο Μαρινάτο. Στο Υπουργείο Πολιτισμού βρίσκω το έδαφός μου, μού άρεσε πολύ το εκεί κλίμα και αυτό που έκανα, διότι το Υπουργείο Πολιτισμού ήταν κι είναι το καλύτερο Υπουργείο στην Ελλάδα, το πιο ενδιαφέρον.”