Γλαύκωμα, η ύπουλη ασθένεια των ματιών που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια όρασης

Πολλές παθήσεις των ματιών μπορούν να αποβούν μοιραίες για την όρασή μας και επειδή κάποιες εξ αυτών είναι «ύπουλες» οι ειδικοί προτείνουν να εξεταζόμαστε τακτικά.

Μία νέα μελέτη που έγινε από επιστήμονες στο πανεπιστήμιο του Bradford, στη Βρετανία διαπίστωσε ότι το γλαύκωμα σε πολλές περιπτώσεις γίνεται αντιληπτό όταν είναι σε μη αναστρέψιμο βαθμό. Με μεγάλη τους έκπληξη οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως παρότι οι ασθενείς είχαν απώλεια περιφερειακής όρασης, δεν έβλεπαν τα μοτίβα ως πιο αχνά ή πιο σκοτεινά στην περιφέρεια της οθόνης, απ’ ό,τι ομάδα συνομηλίκων τους χωρίς γλαύκωμα. Αντιθέτως, τα έβλεπαν ακριβώς όπως οι εθελοντές με υγιή όραση.

Το εύρημα αυτό δείχνει ότι ο εγκέφαλός τους είχε βρει τον τρόπο να εξισορροπήσει τη βλάβη στο οπτικό νεύρο που είναι υπεύθυνη για την σταδιακή απώλεια της περιφερειακής όρασης. Ωστόσο αυτό είναι πολύ ανησυχητικό, σύμφωνα με τους ειδικούς.

Όπως μας εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU Medical School) Αναστάσιος Κανελλόπουλος, η πιο συχνή αιτία αυτής της βλάβης είναι η αυξημένη πίεση στο εσωτερικό του οφθαλμού (ενδοφθάλμια πίεση). Το γλαύκωμα συνήθως εξελίσσεται με αργό ρυθμό, προσβάλλοντας πρώτα την περιφερειακή όραση. Αν μείνει χωρίς θεραπεία, οδηγεί σε μόνιμη απώλεια της όρασης. Όμως ακόμα και με θεραπεία, ένα ποσοστό γύρω στο 15% των ασθενών χάνουν την όραση από τουλάχιστον το ένα μάτι μέσα σε 20 χρόνια.

Όπως λέει, ο περισσότερος κόσμος θεωρεί το γλαύκωμα ως πάθηση των ηλικιωμένων, στην πραγματικότητα αποτελεί την κύρια αιτία τύφλωσης στις ηλικίες κάτω των 65 ετών. Μάλιστα  στο σχεδόν 80% των περιπτώσεων η διάγνωση γίνεται σε ηλικία 45-55 ετών, ενώ μερικές φορές ανιχνεύεται ακόμα και σε άτομα 25-30 ετών.

Το γλαύκωμα επηρεάζει με διάφορους τρόπους την όραση

Ένας από τους κυριότερους είναι ότι εμποδίζει τους πάσχοντες να διακρίνουν τα ερεθίσματα που έχουν χαμηλή αντίθεση (contrast) μεταξύ τους. Ουσιαστικά, τους εμποδίζει να αντιληφθούν τις διαφορές στη φωτεινότητα των αντικειμένων, ιδιαίτερα το βράδυ ή στο ημίφως (γι’ αυτό τον λόγο οι ασθενείς χρειάζονται λαμπερό φως γύρω τους, ώστε να βλέπουν καλά). Έως τώρα, όμως, ήταν άγνωστο αν η μειωμένη ευαισθησία στη φωτεινή αντίθεση σήμαινε πως οι ασθενείς με αρχικού σταδίου γλαύκωμα βλέπουν αλλοιωμένα τα αντικείμενα.

Η νέα μελέτη σύμφωνα με τον κ. Κανελλόπουλο, υποδηλώνει ότι η απουσία των συμπτωμάτων σχετίζεται με την προσαρμοστική ικανότητα του εγκεφάλου, ο οποίος βρίσκει τρόπους για να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο φυσιολογική την όραση. Με αυτό τον τρόπο, όμως, οι ασθενείς δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν βλέπουν καλά, παρά μόνο όταν το γλαύκωμά τους είναι πια προχωρημένο. Τότε όμως είναι αργά για να παρέμβουμε, διότι οι βλάβες στο οπτικό νεύρο είναι μη αναστρέψιμες».

Ποια είναι επομένως η λύση στο πρόβλημα αυτό;

Ο τακτικός, προληπτικός έλεγχος της όρασης, ώστε να διαγνωστεί το γλαύκωμα πριν προλάβει να προκαλέσει βλάβες στο οπτικό νεύρο, απαντά ο καθηγητής. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να γίνεται μία φορά τον χρόνο μετά την ηλικία των 40 ετών, εκτός κι αν κάποιος έχει προδιαθεσικούς παράγοντες για να το εκδηλώσει, οπότε πρέπει να είναι συχνότερος.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο:

  • Όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό του πιο συχνού τύπου γλαυκώματος. Ο τύπος αυτός είναι το γλαύκωμα ανοικτής γωνίας. Μελέτες έχουν δείξει ότι το οικογενειακό ιστορικό 9πλασιάζει τον κίνδυνο εκδήλωσης γλαυκώματος στους συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, αδέλφια, παιδιά) ενός ασθενούς.
  • Όσοι έχουν περάσει τα 60 τους χρόνια. Οι πιθανότητές τους να το εκδηλώσουν είναι τριπλάσιες απ’ ό,τι στους ηλικιακά νεότερους ανθρώπους.
  • Οι πάσχοντες από διαβήτη, ημικρανία ή υπέρταση.
  • Όσοι έχουν κακή κυκλοφορία του αίματος.
  • Όσοι κάνουν μακροχρόνια χρήση στεροειδών (κορτιζόνης).
  • Όσοι έχουν υψηλή μυωπία (πάνω από 6 βαθμούς).
  • Όσοι έχουν ιστορικό τραυματισμού στο μάτι.

 

Κείμενο Ανθή Αγγελοπούλου