Αφορισμοί για την ταβέρνα και το καπηλειό

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Κώστας Βάρναλης

Πριν μερικά χρόνια, σχεδίαζα ανάμεσα στα πενήντα μου και τα εξήντα μου να αποσυρθώ από την ενεργό επαγγελματική δράση και να εργάζομαι αποκλειστικά ως καθηγητής (δάσκαλος μ’ αρέσει καλύτερα) και σαν σύμβουλος σε κάποιες επιχειρήσεις, να ασχολούμαι με τα κοινά, να γράφω βιβλία και μια φορά το μήνα να συγκεντρωνόμαστε οι παλιοί σπουδαστές μου κι εγώ και να φιλοσοφούμε .

Δεν το κατάφερα παρότι πλησιάζει να εκπνεύσει η προθεσμία.

Η ταβέρνα ήταν για μένα, έφηβος τη δεκαετία του ’70, φοιτητής του ’80, επαγγελματίας και οικογενειάρχης τη δεκαετία του ’90 και τις υπόλοιπες, ένα σημείο αναφοράς.

Στα Εξάρχεια όπου μεγάλωσα, υπήρχαν αρκετές ταβέρνες τις οποίες επισκεπτόμουν στις εξόδους.

Φίλοι, κορίτσια, συμμαθητές, συμφοιτητές, συνάδελφοι, οικογένεια, πάντα μου άρεσε να ξεδιπλώνομαι εκεί, κυρίως όμως μου  αρέσει να τρώγω και να πίνω με φοιτητές μου και σπουδαστές μου.

Στις ταβέρνες πήρα τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής μου, μάλλον λόγω της ταπεινότητας που εμπνέουν, της απλότητας που είναι οφθαλμοφανής, της άνεσης των θαμώνων, του γνώριμου και του οικείου περιβάλλοντος.

Στις ταβέρνες, ακόμη σημαντικότερο,  έκανα όνειρα τα οποία πραγματοποίησα και το σημαντικότερο, όνειρα και σχέδια τα οποία έτσι κι αλλιώς ήταν  αδύνατο να πραγματοποιηθούν.

Στη «Λεύκα» σχεδίαζα με συμφοιτητές και έναν νεαρό καθηγητή του Πανεπιστημίου μια επανάσταση, συζητώντας για τον Αντρέ Γκορτζ .

Στον «Πειναλέων» γνώρισα ανθρώπους πολιτικοποιημένους, σκεπτόμενους, μίλησα μαζί τους και με επηρέασαν.

Στα «Λελέκια» στον Ασπρόπυργο, ένιωσα την αύρα της θάλασσας, ένιωσα περήφανος για την κοινωνική μου καταγωγή.

Στο «Μπάρμπα Γιάννη» ξαπόσταινα σε διαλείμματα από το Πανεπιστήμιο, τα μεσημέρια και τα βράδια.

Στο  «Τριφύλλι» σχεδίασα το μέλλον μου.

Στο «Κουτούκι της Λυδίας» έρχεται ο  Ηλίας και μου πιάνει την κουβέντα για την ΑΕΚ, για να πω την αλήθεια συμφωνώ σε ότι λέει μια και δεν καταλαβαίνω τι λέει, όντας άσχετος από ποδόσφαιρο παντελώς. Όταν όμως μου το γυρίζει στην πολιτική, τότε ένα λίτρο κρασί ούτε που φτάνει.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη « Γάστρα» ταβέρνα στους πρόποδες του Λυκαβηττού και στον Γιάννη, ιδιοκτήτη, ψυχολόγο, θεατράλ, ακραιφνής «τάφος», πάντα προφασιζόταν ότι δεν σε γνωρίζει.

Μέρος απίθανο, θεϊκό, ατμοσφαιρικό, μυσταγωγία και έρωτας απέπνεε παντού. Ο Γιάννης φιλικός και κοφτερός. Με διακριτικό χιούμορ και απίστευτη φινέτσα. Καλή του ώρα.

Στη μνήμη των πέντε αισθήσεών μου πάντα γυρνοβολά η διπλή μελιτζανοσαλάτα του.

Σε όλες τις φάσεις της ζωής μου, η ταβέρνα είναι ένα πασπαρτού για  ψυχολογική υποστήριξη, για πνευματική ανάταση, για να ξεφύγω, για να επανέλθω, για να βρω τον εαυτό μου και κυρίως για να αναπτύξω θεωρίες για την πολιτική, τη ζωή, το γάμο, τα παιδιά και τον έρωτα.

Θες να ονειροπολήσεις ή να ονειρευτείς, θες να ξεδώσεις από την κούραση, να ξεφύγεις από τον κάματο, να αναθαρρήσεις από τα χαστούκια της ζωής, να την ξεχάσεις ή ακόμα και να την ξεπεράσεις, να χαλαρώσεις, να αυτοψυχαναλυθείς  και να εξομολογηθείς, να εναποθέσεις τα βάσανα σου  και να τα διαδώσεις για να ξεφύγεις, να γλεντήσεις , να μιλήσεις και να ακουστείς. Να σου μιλήσουν και να ακούσεις. Να παραδώσεις την καρδιά σου στο φίλο σου, να θεμελιώσεις τη φιλία σου. Να απολαύσεις το θαυμασμό  των άλλων για τη γυναίκα σου που λικνίζεται ή να χορέψεις ένα βαρύ ζεϊμπέκικο ως μέρος μιας λειτουργίας αυτοκάθαρσης.

Θες να πιεις και να φας. Αν και τούτα είναι δευτερευούσης σημασίας. Το κρασί και το φαγητό είναι συνοδευτικά της υπέρτατης κοινωνικοποίησης ή της κοσμικής απομόνωσης, γεγονότα και καταστάσεις τα οποία λαμβάνουν χώρα στα καπηλειά.

Οι ταβέρνες χρειάζονται τους εξής εργαζόμενους. Έναν μάγειρα, έναν λαντζέρη, έναν σερβιτόρο και έναν ψυχολόγο. Δηλαδή έναν ταβερνιάρη.

Άξιο μελέτης είναι οι τιμοκατάλογοι της ταβέρνας.

Άλλοτε αναρτημένοι στον τοίχο, πίνακες ζωγραφισμένοι από λαϊκούς καλλιτέχνες και άλλοτε μαυροπίνακες όπου οι τιμές συμπληρώνονται με κιμωλία.

Σπάνια υπάρχουν κατάλογοι με το μενού και τις τιμές.

Οι άθλιες γκρικ τάβερν, τυπώνουν τους τιμοκαταλόγους και τους πλαστικοποιούν. Η λίγδα, η κιτρινίλα και το ακαλαίσθητο σε απωθεί πλήρως.

Ουδέποτε τους διαβάζει κάποιος.

Το σύνηθες είναι να τα απαγγέλλει ο ταβερνιάρης. Όλοι στην ταβέρνα είναι ακουστικοί τύποι. Το μόνο που διαβάζουν οι θαμώνες είναι η ψυχή του άλλου.

Εντυπωσίασα κάποια κορίτσια παρλάροντας και τρώγοντας σε ταβερνάκια. Με ενέπνεε το περιβάλλον. Η απλότητα και η ταπεινότητα αναδείκνυαν την αφεντομουτσουνάρα μου και δεν έκλεβαν την παράσταση.

Η ταβέρνα λειτούργησε σαν φορέας παράδοσης και μετέφερε τη μουσική από τη μια γενιά στην άλλη.

Ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Θεοδωράκης, τα ρεμπέτικα παρέμειναν τραγούδια των μεταδικτατορικών γενιών γιατί τραγουδήθηκαν στην ταβέρνα.

Η ταβέρνα αποτελεί ένα σπουδαίο σκηνικό αντάξιο της βουλής και της αρχαίας αγοράς. Αναπτύσσονται επιχειρήματα και βγαίνουν στη φόρα μυστικά επτασφράγιστα από το πεντάγωνο, από το πρωθυπουργικό γραφείο, από κλειστούς επιχειρηματικούς κύκλους. Αποκαλύπτονται κουτσομπολιά.

Οι ταβέρνες είναι σαν μουσεία. Εκτίθενται φωτογραφίες θαμώνων, αντικείμενα λαϊκής παράδοσης, εργαλεία, κυρίως βαρέλια κρασιού και άλλα που προδίδουν την ιδεολογία και τις προτιμήσεις του ιδιοκτήτη. Κασκόλ ομάδων και κομμάτων, φωτογραφίες πολιτικών.

Επίσης πολλάκις πλαστικές κληματαριές συμπληρώνουν το διάκοσμο, μπλέκονται ανάμεσα στα βαρέλια.

Τα βαρέλια εξυπηρετούν πολλούς σκοπούς.

Παλιότερα χρησίμευαν για τον πραγματικό  σκοπό τους, να αποθηκεύεται το κρασί, επίσης ως τεφτέρι για τα χρωστούμενα, γράφουν  τα βερεσέδια με κιμωλία. Μετά ακραιφνώς ως διακοσμητικά και μερικές φορές ως ψυχολογικό εκφοβισμό σε αυτόν που κάθεται από κάτω, φοβούμενος μήπως και τον πλακώσει.

Σε κάθε ταβέρνα που σεβόταν τον εαυτό της και την ταυτότητά της υπήρχε πάντα μια γιαγιά μαυροφορεμένη με τσεμπέρι η οποία καθόταν σε χαμηλό σκαμνί και καθάριζε πατάτες και φασολάκια.

Τα χρόνια περνούσαν η γιαγιά εκεί. Μάλλον το μυστικό της μακροζωίας κρύβεται σε αυτή την απασχόληση.

Το 1980 βρέθηκα στα Κουφονήσια, τότε κατέβαινες με λάντζα. Θυμάμαι έναν ομηρικό καβγά της Μαρουσώς με μια Γερμανίδα τουρίστρια η οποία εργαζόταν στην ταβέρνα για τον τρόπο που πρέπει να κόβονται οι πατάτες. Η Γερμανίδα πίστευε ότι πρέπει να είναι ομοιόμορφες και ισομεγέθεις, αντίθετα η Μαρουσώ πίστευε πως γίνονται νοστιμότερες αν κόβονται όπως λάχει.

Διαφορά κουλτούρας στην καθημερινότητα.

Αυτή η μη τάξη. Το παστίτσιο και ο μουσακάς που δεν κόβονται με λέιζερ, που το φαγητό παρασκευάζεται σε φρέσκο ελαιόλαδο,  η φωτιά από γκάζι. Τα ταψιά από μπακίρια κάνουν το φαγητό νόστιμο, απολαυστικό.

Τα τραπεζομάντιλα επίσης προσδιορίζουν την ταυτότητα της ταβέρνας.

Καρό συνήθως, ενίοτε λευκά. Άλλοτε λαδόκολλα, άλλοτε ένα χαρτί με κολλημένη από πίσω μια διαφανή μεμβράνη. Πάνω στις λαδόκολλες και στα χαρτιά έχω γράψει ποιήματα, ιδέες, σχεδίασα έπιπλα και κάποτε την εμπορική πολιτική ενός εντύπου.

Συχνά οι τηγανητές πατάτες και τα παιδάκια σερβίρονται πάνω στη λαδόκολλα.

Η ποδιά του ταβερνιάρη και όλου του προσωπικού, πάντα λευκή, πάντα φρεσκοπλυμένη, λειτουργική.

Άραγε πόσα χρόνια πίσω οι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να δημιουργήσουν το καπηλειό και να συγκεντρώνονται είτε θέλουν να κοινωνικοποιηθούν, είτε θέλουν να απομονωθούν.

Όλοι θέλουν την ταβέρνα τους κάπως. Λαϊκή, καπηλειό, οικογενειακή, κοσμική, παραδοσιακή, παραθαλάσσια, ελληνική (τουριστική δηλαδή).

Στην ταβέρνα μοιράζονται όλα. Το φαγητό, το κρασί, οι καημοί, οι στεναχώριες, ο σεβντάς και ο νταλκάς κυρίως όμως η καρδιά. Αυτό είναι και που κρατάει την ταβέρνα νυν και αεί απαραίτητη.

Στην ταβέρνα αναπτύσσεται μια ολόκληρη αγορά. Λουλουδούδες, λαχειοπώλες, πωλητές διαφόρων μπιχλιμπιδιών και πωλητές ξηρών καρπών.

Ηδονιζόμουν να παρασέρνω γιάπηδες και  γιάπισσες συναδέλφους σε ταβέρνες  στέκια υπόγεια και να τους χαζεύω να χαζεύουν το περιβάλλον σαν εξωτικό.

Όταν οι παραπάνω στελεχάρες, ήταν αγέννητες οι ταβερνιάρηδες εφηύραν το μάρκετινγκ. Όταν πήγαινε ο πελάτης λοιπόν, μπορούσε να παραγγείλει ότι ήθελε και στην ποσότητα που επιθυμούσε.

«Μια σκέτη από γιουβέτσι και μισή πατάτες φούρνου».  Μετά ήλθε το εξατομικευμένο προϊόν, και τότε στα πάρα πάρα πολύ καλά εστιατόρια δεν μπορείς να προσθέσεις ούτε αλάτι στο φαγητό γιατί θα προσβληθεί ο σεφ.

Βοηθούσε στην ανακατανομή του εισοδήματος. Μετά την ταβέρνα ότι φορούσαν πήγαινε στο καθαριστήριο. Η τσίκνα, ταβερνίλα, θα έλεγα εισχωρούσε παντού.

Τσίκνα, λαδίλα, τσιγαρίλα ένα μείγμα μυρωδιάς που το έπαιρνες μαζί σου.

Έτσι ένα βράδυ γυρίζοντας στο σπίτι, μου λέει η Χρυσάνθη. «Έχεις φάει!» και τη ρωτώ «Που το ξέρεις;», «Το μύρισα μου» λέει.

Ο ταβερνιάρης ενίοτε σε καταλαβαίνει περισσότερο και από τη μάνα σου. Του λες φέρε ότι νομίζεις και αυτό που νομίζει είναι αυτό που θες, σε αντίθεση με τη μάνα σου που σου κάνει διάλεξη για την θρεπτικότητα της μπάμιας, ενώ μόλις έχεις φάει χυλόπιτα.

Χωράει η μεταφυσική σε κάτι τέτοια.

Πάντως κάτι κεφτέδες, κάτι μαυρομάτικα, κάτι κοκκινιστούς κόκορες με χοντρά μακαρόνια, εκείνη τη διπλή μελιτζανοσαλάτα, την επαναλαμβάνω της αξίζει ο πλεονασμός, κάτι τσαουλιά, κάτι μπακαλιαράκια με σκορδαλιά, κάτι κοχλιούς, όλα χαράχτηκαν στη γευστική μου μνήμη και συνδέθηκαν άπαξ και διαπαντός με την κατάσταση που βίωνα εκείνη τη στιγμή. Όλες τούτες οι μνήμες έχουν κοινό παρονομαστή την ταβέρνα. Ο αριθμητής πάντα αυξάνει γιατί προστίθενται κι άλλοι, κι άλλοι . Έτσι η ζωή γίνεται μεγάλη και πλούσια, ωραιότερη γιατί το παν είναι να αυξάνει ο παρονομαστής.

‘Ένα πράγμα περίεργο, είναι ο μη προσδιορισμός της ηλικίας της ταβέρνας. Το πότε ξεκίνησε, δεν μπορεί να προσδιοριστεί σχεδόν ποτέ από κάποιον. Χάνεται στα βάθη και στα βάσανα της ψυχής, της απόλαυσης και της παρέας.

Αφίδνες 4 Φεβρουαρίου 2021.

Το κείμενο γράφτηκε ενώ από το  cd ακουγόταν το «Μαζί με το Στράτο».

Ανδρέας Θεοδωρακόπουλος

Επικοινωνιολόγος , καθηγητής και συγγραφέας. Πρόεδρος της Κοινότητας Αφιδνών

Ταξιδευτής και λάτρης της ζωής, παράγει το κρασί του, το λάδι του και τις ελιές του.

Λατρεύει να διδάσκει και να συνομιλεί με ανθρώπους απολαμβάνοντας τούρκικο καφέ και καπνό.

Αγαπάει τις γάτες , τα λουλούδια, τα βουνά, την ποίηση και θέλει να δώσει στην προβατίνα τη θέση που της αξίζει ως έδεσμα.

*Η φωτογραφία είναι έξω από τη Λεύκα της οδού Μαυρομιχάλη στη Νεάπολη Αθηνών και είναι καρέ από το βίντεο κλιπ του συγκροτήματος Ενδορφίνες .