Όταν ο Πάπας έδειρε τον Μικελάντζελο

Ο Μικελάντζελο ή Μιχαή Άγγελος – Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni – από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες (γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής) της αναγέννησης και γενικότερα της δυτικής τέχνης και ο Πάπας Ιούλιος Β’ (Papa Giulio II) είχαν μια θυελλώδη σχέση. Σέβονταν ο ένας τον άλλο, αλλά καθώς και οι δύο ήταν δύσκολοι χαρακτήρες με έντονες προσωπικότητες, έφταναν πολλές φορές σε εκρήξεις συμπεριφοράς, που ξεπερνούσαν τα επιτρεπτά όρια. Ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν ευαίσθητος, ευερέθιστος, εκρηκτικός,  οξύθυμος και για πολλούς  ανυπόφορος. Ο Πάπας Ιούλιος Β’ ήταν απαιτητικός, ενοχλητικός, και επίσης οξύθυμος.

Ο Πάπας έχοντας ακούσει για τη μεγαλοφυία του Μικελάντζελο, τον προσέλαβε για διάφορα έργα, συμπεριλαμβανομένων των γλυπτών για το Παπικό ταφικό μνημείο. Αν και αρχικά ανέπτυξαν μια όμορφη σχέση, αυτό δεν κράτησε πολύ. Ο Μιλελάντζελο δεν ήθελε να τον παρακολουθούν ενώ εργαζόταν και συνήθιζε να  κρατάει το στούντιο κλειδωμένο. Επίσης τον ενοχλούσε πολύ η αυταρχική παρεμβατική συμπεριφορά του Πάπα και οι συνεχείς ερωτήσεις του σε σχέση με την αποπεράτωση του έργου.

Το 1508, ο Μικελάντζελο κλήθηκε και πάλι στη Ρώμη από τον Πάπα, με αίτημα να δημιουργήσει τοιχογραφίες στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα  παρεκκλήσιο του Σίξτου (Cappella Sistina), τον χώρο όπου συνεδριάζουν οι καρδινάλιοι για να εκλέξουν κάθε νέο Πάπα, στο Βατικανό. Ο Μικελάντζελο θεωρούσε ότι αυτό δεν ήταν δουλειά που τον αντιπροσώπευε και παρέπεμπε για το έργο στον Ραφαήλ (Ραφαέλο Σάντσιο ντα Ουρμπίνο), ο οποίος ήταν γνωστός για την εμπειρία του στις τοιχογραφίες. Ο Πάπας όμως επέμενε, ο Μικελάντζελο ενέδωσε και ξεκίνησε να φιλοτεχνεί την οροφή της Καπέλα Σιστίνα.  Γρήγορα όμως το μετάνιωσε. Τελειομανής και δύσκολος στις συνεργασίες του, τον ενοχλούσαν όλα και δεν τον ικανοποιούσε τίποτα. Ο αρχιτέκτονας, οι βοηθοί του από την Φλωρεντία, ο καταπιεστικός Πάπας, όλα.

Τι έκανε; Έδιωξε όλους τους συνεργάτες του και άρχισε να φιλοτεχνεί ο ίδιος το έργο, μόνος του, όρθιος και όχι ξαπλωμένος σε σκαλωσιές όπως συνηθιζόταν, τεντωμένος εξαντλητικά για ώρες, χωρίς να μιλάει σε κανέναν και χωρίς κανένας να γνωρίζει τι κάνει, αφού είχε ξανά, κλειδώσει τις πόρτες.

Γεγονός που εξόργισε φυσικά για άλλη μια φορά τον Πάπα, ο οποίος ήθελε να παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών και πίεζε ασφυκτικά τον Μικελάντζελο να του επιτρέψει την είσοδο. Εντωμεταξύ, το μυστικό ότι κάτι μεγάλο ετοιμάζεται στην Καπέλα Σιστίνα, άρχισε να κυκλοφορεί και όλοι στους καλλιτεχνικούς κύκλους ανυπομονούσαν να μάθουν τι. Ο Ραφαήλ μάλιστα, βασικός ανταγωνιστής του Μικελάντζελο, δεν άντεξε και χρηματοδοτώντας τον φύλακα κατάφερε και μπήκε κρυφά στο παρεκκλήσι, αλλά αυτό είνα μια άλλη ιστορία.

Ο καιρός περνούσε λοιπόν και ο Μικελάντζελο όχι μόνο συνέχιζε να αρνείται την είσοδο στον Πάπα, άλλά στην ερώτηση του τελευταίου για το πόσο χρόνο ακόμα χρειαζόταν μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, ο Μικελάντζελο απαντούσε: “Θα τελειώσει όταν τελειώσει. Όταν είμαι ικανοποιημένος καλλιτεχνικά”. Απάντηση που εξόργιζε κάθε φορά τον Πάπα.

Και τότε συνέβη. Σε μια ακόμα τέτοια φιλονικία τους, ο Πάπας δεν κρατήθηκε, σήκωσε το μπαστούνι του και άρχισε να χτυπά τον Μικελάντζελο. Δεν γνωρίζουμε την αντίδραση του ζωγράφου, ξέρουμε όμως ότι ο Πάπας το μετάνιωσε και απολογήθηκε για την πράξη του, κατηγορώντας φυσικά στον Μικελάντζελο και την συμπεριφορά του, ως υπαίτιους για το ξέσπασμα του.

Όταν μετά από 4 ολόκληρα χρόνια εργασίας, και ενώ ο Μικελάντζελο ακόμα δεν ήταν ικανοποιημένος από την δουλειά του, ο Πάπας εισέβαλλε στο παρεκκλήσι έτοιμος για καβγά. Αυτό που αντίκρισε όμως τον άφησε έκθαμβο και άλαλο. Η αρχική ανάθεση ήταν να ζωγραφίσει ο Μικελάντζελο μόνο τους 12 αποστόλους. Όμως με την ελευθερία που του δόθηκε, ο Μικελάντζελο δημιούργησε μία σειρά εννέα εικόνων: τρεις από τη Δημιουργία του Κόσμου, τρεις από τη Σχέση του Θεού με τους Πρωτοπλάστους, και τρεις με Την Πτώση των Πρωτοπλάστων από τη χάρη του Θεού, με 300 και πλέον φιγούρες, σε μεγάλη κλίμακα, με δεκατρείς σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, με χρώματα,  γραμμές, χωροταξία σε μεγαλοπρεπείς συνθέσεις αντικατοπτρίζοντας  τα έργα του Δημιουργού. Το συνολικό έργο είχε καλύψει μια επιφάνεια 1000 περίπου τετραγωνικών μέτρων, καθιστώντας το αποτέλεσμα μοναδικό και την φήμη της Καπέλα Σιστίνας να εκτοξεύεται σε όλο τον γνωστό τότε κόσμο και να αποτελεί μέχρι και σήμερα ορόσημο αριστουργηματικής τέχνης της Αναγέννησης.

Η «Δημιουργία του Αδάμ» στο κεντρικό τμήμα της οροφής, που απεικονίζει τον Θεό με τους αγγέλους στο πλευρό του, να τείνει το δάχτυλο προς τον Αδάμ για να του δώσει ζωή, είναι η εμβληματική νωπογραφία και η περισσότερο γνωστή, της δουλειάς του Μικελάντζελο στο παρεκκλήσι.

Κείμενο Τζένη Φραγκούλη