Το λικέρ Goldwasser («χρυσό νερό» στα γερμανικά), είναι ένα δημοφιλές ποτό που παράγεται στο Danzig της βόρειας Πολωνίας, από το 1598. Και παρόλο που άλλα αποστακτήρια προσπάθησαν να το αντιγράψουν, το Goldwasser εξακολουθεί να συνδέεται άρρηκτα με το Danzig. Είναι ένα ισχυρό (40%) λικέρ από βότανα, του οποίου το διάσημο χαρακτηριστικό είναι οι μικρές κηλίδες, από χρυσές νιφάδες 23 καρατίων, που επιπλέουν στο ποτό.
Το Goldwasser, αποδείχθηκε εξαιρετικά δημοφιλές και σύντομα άρχισε να σερβίρεται σε βασιλικές αυλές σε όλη την Ευρώπη, με τον Λουδοβίκο XIV να φέρεται ως ένας από τους μεγαλύτερους πρώιμους γευσιγνώστες και ένθερμους υποστηρικτές του. Αν και το αριστοκρατικό κύρος του αλκοόλ το έκανε ιστορικά δημοφιλές, οι επιπτώσεις του στην υγεία, ήταν που το κατέστησαν αγαπημένο ποτό της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας.
Για να δημιουργηθεί η μοναδική γεύση του Goldwasser, συνδυάστηκαν περίπου είκοσι ρίζες και βότανα. Μεταξύ άλλων κάρδαμο, κόλιανδρο, άρκευθο, κανέλα, λεβάντα, γαρίφαλο και θυμάρι. Η συνταγή διατηρήθηκε με απόλυτη μυστικότητα και μεταδόθηκε στις επόμενες γενιές.
Εφευρέτης του ποτού, του οποίου όπως αναφέραμε οι θεραπευτικές ιδιότητες θεωρούνταν σημαντικές, ήταν ο Μενοννίτης Ambrosius Vermeulen. Πολλοί Μεννονίτες, – ανήκουν στους Αναβαπτιστές (Χριστιανική ομολογία) – , την περίοδο των μεγάλων διώξεων, τον 16ο αιώνα, μετανάστευσαν από τις Κάτω Χώρες στην περιοχή του ποταμού Βιστούλα, στη σημερινή βόρεια Πολωνία, (εκεί βρίσκεται και το Danzig), όπου άκμασαν οι κοινότητές τους.
Ο Ambrosius Vermeulen, το 1598, ίδρυσε εκεί το αποστακτήριο “Zum Lachs” (Lachs: σολομός), στο Breitgasse, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει – η επιχείρηση μετακινήθηκε από το Danzig το 1945 -. Εκείνη την εποχή, ήταν κοινό για τα σπίτια να χρησιμοποιούν σύμβολα ζώων αντί για αριθμούς, και έτσι το νέο εργοστάσιο παρουσίαζε έναν σολομό (γερμανικά: Lachs) στην πρόσοψη, εξ ου και η ονομασία “Der Lachs zu Danzig”. Το γαστρονομικό εστιατόριο Pod Lososiem λειτουργεί πλέον έξω από το κτίριο του φημισμένου ιστορικού αποστακτήριου του Vermeulen, το οποίο παραμένει άθικτο, αν και ανενεργό.
Το Danzig (σημερινό Gdańsk στην Πολωνία) είναι μία πόλη γεμάτη ιστορία. Έγινε γνωστή από τη δεκαετία του 1980, ως η γενέτειρα του κινήματος της Αλληλεγγύης. Επίσης γνωστή ως “το Άμστερνταμ της Ανατολής”, ήταν πάντα ένας πλούσιος θαλάσσιος λιμένας, από τους μεσαιωνικούς χρόνους και στη συνέχεια ως μέλος της Χανσεατικής Ένωσης. Ήταν ένα εμπορικό σταυροδρόμι, που συνέδεε μεταξύ τους τις οικονομίες της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης και του οποίου η θέση – σημείο όπου ο ποταμός Βιστούλας φτάνει στη Βαλτική -, οδήγησε διάφορες δυνάμεις να ανταγωνίζονται για το ποιος θα κυβερνήσει την πόλη, η ιστορία της οποίας ξεκινά από το 997.
Καθώς πολλοί από τους εμπόρους που έστελναν το σιτάρι μέσου του Danzig ήταν Ολλανδοί, έχτισαν ολλανδικά σπίτια για τον εαυτό τους, οδηγώντας και άλλους ντόπιους να τους μιμηθούν, και έτσι η πόλη απέκτησε μια ξεχωριστή ολλανδική εμφάνιση.
” Η ιατρική βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες: φιλοσοφία, αστρονομία, αλχημεία και ηθική.” Παράκελσος
Οι μυστικιστικές επιδιώξεις της αλχημείας βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, όταν το Goldwasser έκανε την εμφάνιση του τον 16ο αιώνα. Οι δύο πιο διάσημες αναζητήσεις των αλχημιστών (είχαν πολλές), ήταν η απόπειρα μετατροπής του μολύβδου σε χρυσό και η δημιουργία μιας «πανάκειας» – ενός ιατρικού ελιξίριου που θα θεραπεύσει όλες τις ασθένειες και θα παρατείνει τη ζωή επ’αόριστον -.
Τα ατελέσφορα αποτελέσματα των δύο αυτών επιδιώξεων, χάρισαν σε πολλούς αλχημιστές τη φήμη ότι είναι τσαρλατάνοι και απατεώνες, αν και μπορούμε σίγουρα να δεχτούμε το Goldwasser ως ένα από τα πλεονεκτήματα της πολιτιστικής τους επιρροής.
Ιστορικά, η παραγωγή πόσιμου χρυσού ήταν ένας από τους πιο δύσκολους τομείς της αλχημείας, καθώς ο χρυσός ήταν γνωστό ότι είναι αδιάλυτος στο νερό αλλά και σε άλλους διαλύτες που ήταν γνωστοί. Οι αλχημιστές, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ελιξίρια φτιαγμένα με υγρό χρυσό, καθώς θεωρούσαν ότι πρόκειται για την τέλεια θεραπεία για όλες τις ασθένειες.
Αυτή η πεποίθηση υποστηρίχθηκε από τους μοναχικούς αλχημιστές σε όλη την Ευρώπη, οι οποίοι ανακάλυπταν τα οφέλη του χρυσού στην υγεία, καθώς μετέφραζαν τα αρχαία κείμενα, που ήταν κρυμμένα από το άγρυπνο βλέμμα του Βατικανού.
Ελληνικές, Αιγυπτιακές, Αραβικές και Ινδικές πραγματείες σε όλες τις επιστήμες θεωρούνταν αιρετικά έργα μέχρι την Αναγέννηση.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ορκίζονταν ότι το «χρυσό-νερό» είναι το φάρμακο κατά της γήρανσης και οι Κινέζοι πίστευαν ότι η κατάποση χρυσού καθαρίζει το σώμα και την ψυχή. Ο Wei Boyang, ένας Κινέζος αλχημιστής κατά τον δεύτερο και τον τρίτο αιώνα μ.Χ., έγραψε ότι ο χρυσός ήταν «αθάνατος» και πώς αυτοί που το έπιναν «απολαμβάνουν τη μακροζωία».
Η ιδέα προερχόταν από το γεγονός ότι ο χρυσός δεν διαβρώνεται, γεγονός που υποδηλώνει μακροζωία.
Η επιτυχία διάλυσης του χρυσού, επιτεύχθηκε τον όγδοο αιώνα μ.Χ. από τον Άραβα αλχημιστή, Jabir ibn Hayyan (Geber). Συνδυάζοντας υδροχλωρικό και νιτρικό οξύ, ο Jabir εφηύρε το aqua regia, μία από τις λίγες ουσίες που μπορούν να διαλύσουν το χρυσό. Εκτός από τις προφανείς εφαρμογές της στην εξαγωγή και τον καθαρισμό του χρυσού, αυτή η ανακάλυψη θα τροφοδοτούσε τα όνειρα και την απελπισία των αλχημιστών για τα επόμενα εκατοντάδες χρόνια.
Οι ευρωπαίοι αλχημιστές κληρονόμησαν αυτά τα μυστικά, γραμμένα σε δύο χειρόγραφα από τον ένατο και το δέκατο αιώνα (εξακολουθούν να υπάρχουν). Συγκεκριμένα, τα αρχεία των διάσημων αλχημιστών του Μεσαίωνα Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus von Hohenheim – γνωστός ως Paracelsus, 1493 – 1541 – και Johan Isaäc Hollandus αναφέρουν για ένα μυστηριώδες ελιξίριο ζωής με σχεδόν απίστευτα επιτυχημένες θεραπευτικές ιδιότητες, γνωστό ως “Aurum Potabile” (ο “πόσιμος χρυσός των αλχημιστών”).
Γνωρίζουμε όμως επίσης, ότι ο “πόσιμος χρυσός” είχε χρησιμοποιηθεί για να σκοτώσει σκόπιμα ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Ενώ στη Γαλλία του 16ου αιώνα, τα μέλη της αριστοκρατίας, προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το γήρας με τον χρυσό. Ένα τέτοιο μέλος της γαλλικής αυλής, η Diane de Poitiers, έπινε καθημερινά τονωτικό χλωριούχο χρυσό αναμεμιγμένο με διαιθυλαιθέρα. Πιθανώς τη σκότωσε.
Ο χρυσός έχει λοιπόν μακρά ιστορία ως θεραπευτικός παράγοντας, πρώτα ως κονιοποιημένο μέταλλο και στη συνέχεια ως διαλυτό άλας που παρασκευαζόταν από τους αλχημιστές για να χρησιμοποιηθεί ως ελιξίριο της ζωής, το οποίο αργότερα ενσωματώθηκε στις παραγωγές των φαρμακοποιών για διάφορες ασθένειες, και χρησιμοποιείται ως σήμερα για τη θεραπεία ιατρικών παθήσεων.
Ο βρώσιμος χρυσός είναι χημικά αδρανής και δεν αντιδρά μέσα στο ανθρώπινο σώμα (π.χ. στα οξέα του στομάχου). Περνάει απλώς από το πεπτικό σύστημα χωρίς να απορροφάται. Θεωρητικά, οι άνθρωποι μπορούν να τρώνε όσες νιφάδες χρυσού, σκόνη ή άλατα θέλουν χωρίς να αρρωσταίνουν. Δεν μιλάμε φυσικά για υπερβολική κατανάλωση.
Τα οφέλη του χρυσού για την υγεία που γνωρίζουμε σήμερα είναι πολλά.
Είναι αντιφλεγμονώδες – τα άλατα χρυσού είναι γνωστά για τη χρήση τους μεταξύ άλλων στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Στη θεραπεία του καρκίνου – το χρυσό ισότοπο 198 χρησιμοποιείται σε ορισμένες μορφές θεραπείας καρκίνου.
Στην οδοντιατρική – τα κράματα χρυσού χρησιμοποιούνται ευρέως στην αποκατάσταση της οδοντικής χειρουργικής σε εφαρμογές όπως γέφυρες και στεφάνες.
Στη χειρουργική – ο χρυσός χρησιμοποιείται για την επισκευή των αιμοφόρων αγγείων, των οστών, των μεμβρανών και των νεύρων.
Ο κόκκινος κολλοειδής χρυσός χρησιμοποιείται στην Ινδία από τους ηλικιωμένους ως φάρμακο της Αγιουρβέδα για αναζωογόνηση, με το όνομα Swarna Bhasma («Swarna» που σημαίνει χρυσός, «Bhasma» που σημαίνει τέφρα). Χρησιμοποιείται επίσης στην Ινδία για ιατρικούς σκοπούς, ο κινάβαρις χρυσός, γνωστός ως “Makaradhwaja”, και θεωρείται σημαντικός για τη θεραπεία της γονιμότητας.
Κείμενο Τζένη Φραγκούλη