Λέανδρος Λεφάκης: Η επιβλητική Βοδληιανή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης

Η Μπόντλιαν (Bodleian Library), αποκαλούμενη στα ελληνικά Βοδληιανή ή Βοδλεϊανή, είναι η κύρια Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μια από τις αρχαιότερες στην Ευρώπη και η δεύτερη σε μέγεθος στο Ηνωμένο Βασίλειο (με πρώτη τη Βρετανική Βιβλιοθήκη). Είναι επίσης γνωστή στους λογίους – ιδιαίτερα στην Οξφόρδη –  με το παρωνύμιο «Bodley» ή απλώς «The Bod».

Η χρήση της περιορίζεται αποκλειστικώς για σκοπούς μελετητικούς και ερευνητικούς και για τον λόγο αυτόν, ζητείται από τους χρήστες να μην την επισκέπτονται και την χρησιμοποιούν για επουσιώδεις λόγους. Από το 1610 μέχρι σήμερα, αποτελεί μία από τις έξι αποθετήριες Βιβλιοθήκες του Ηνωμένου Βασιλείου, υπό την έννοια ότι όλοι οι εκδοτικοί οίκοι που εκδίδουν κάποιο νέο βιβλίο στη χώρα, οφείλουν να αποστείλουν αντίτυπό του στη Βιβλιοθήκη. Αυτή η, για αιώνες, άτυπη υποχρέωση, θεσμοθετήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τον νόμο περί αποθετηρίων Βιβλιοθηκών του 2003.
Η Βιβλιοθήκη σήμερα φιλοξενεί περισσότερα από 13 εκατομμύρια έντυπα αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων πολλών ιστορικής σημασίας, όπως τέσσερα αντίγραφα της Magna Carta, μιας Βίβλου του Γουτεμβέργιου και του First Folio του Σαίξπηρ (από το 1623).

Να σημειωθεί ότι, από ιστορικής απόψεως, η πρώτη ακαδημαϊκή Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, η οποία δημιουργήθηκε σε χώρο διαφορετικό από τα πανεπιστημιακά κτίρια (στη νοτιοδυτική γωνία του πανεπιστημιακού ναού St. Mary), στεγάστηκε σε ένα από τα παλαιότερα κτίρια του Πανεπιστημίου, το Old Congregation House, όπως καλείται σήμερα. Το κτίριο αυτό, ευρισκόμενο στην καρδιά του Πανεπιστημίου, άρχισε να οικοδομείται το 1320 και αποτελείτο από ισόγειο χώρο που προοριζόταν για τις πανεπιστημιακές συναντήσεις, καθώς και χώρο σε όροφο ο οποίος προοριζόταν να στεγάσει τη Βιβλιοθήκη. Το βασικό τμήμα του κτιρίου περατώθηκε το 1327, αν και η πραγματική λειτουργία της Βιβλιοθήκης ξεκίνησε μόλις το 1410. Το 1412 συντάχθηκε κανονισμός σχετικός με τη διαχείριση και τη μεταχείριση των βιβλίων, ενώ διασφαλίσθηκε ότι ο επικεφαλής Βιβλιοθηκάριος (Librarian) θα έπρεπε να είναι πάντα κληρικός του Πανεπιστημίου.

Το 1550 ο Richard Cox, πρωθιερέας της Εκκλησίας του Χριστού (Christ Church) απογύμνωσε τη Βιβλιοθήκη, εφαρμόζοντας έναν νόμο του Εδουάρδου Δ΄, ο οποίος αποσκοπούσε στην απάλειψη όλων των ιχνών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από τη νέα Εκκλησία της Αγγλίας. Στον νόμο περιλαμβάνονταν όλα τα «δεισιδαιμονικά βιβλία και οι σχετικές εικονογραφήσεις». Όπως αναφέρει ο ιστορικός Anthony Wood «πολλά από τα βιβλία που απομακρύνθηκαν από τους Μεταρρυθμιστές κάηκαν και άλλα πωλήθηκαν …. είτε σε βιβλιοπώλες είτε σε κατασκευαστές γαντιών ως βαρίδια για να συμπιέζουν τα γάντια που κατασκεύαζαν … σε ράφτες ως σταθμά, σε βιβλιοδέτες για να χρησιμοποιήσουν τα δεσίματα σε δικά τους έργα, ενώ ορισμένα κράτησαν οι Μεταρρυθμιστές για ιδία χρήση».

Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης δεν ελάμβανε χρηματοδότηση και για τον λόγο αυτόν, δεν διέθετε πόρους για να αντικαταστήσει με νέα τυπωμένα βιβλία αυτά τα οποία – κατά καιρούς – είχαν διαρπαγεί και διασκορπιστεί. Το 1556 τα έδρανα που στέγαζαν τα βιβλία πωλήθηκαν και ο χώρος της Βιβλιοθήκης δόθηκε προς χρήση στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου. Από τότε και για σαράντα χρόνια το Πανεπιστήμιο θα λειτουργήσει χωρίς Βιβλιοθήκη.

Η διάσωση και η ανάπτυξη της Βιβλιοθήκης ήλθε τελικώς από  αυτόν που της έδωσε και το όνομά του, τον sir Thomas Bodley, εταίρο του Merton College, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο διπλωματικό σώμα και είχε, κατά το παρελθόν, εκτελέσει ειδικές αποστολές για λογαριασμό της βασίλισσας Ελισάβετ A’. Εν τω μεταξύ, είχε νυμφευθεί μια ευκατάστατη χήρα, της οποίας ο πρώτος σύζυγος είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία από το εμπόριο σαρδέλας. Ο Bodley, διαπιστώνοντας ότι πολλά από τα βιβλία της Βιβλιοθήκης είχαν διασκορπιστεί ή καταστραφεί, απέστειλε επιστολή προς το Πανεπιστήμιο, με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 1598, με την οποία δήλωνε την πρόθεσή του να αποκαταστήσει τη Βιβλιοθήκη, αναλαμβάνοντας τις δαπάνες εξοπλισμού της με νέα ράφια, έδρανα και καθίσματα.

Παρά ταύτα, η Βιβλιοθήκη δεν άρχισε τη λειτουργία της πριν τις 8 Νοεμβρίου 1602, όταν εμπλουτίστηκε με 2.500 τόμους, προερχόμενους κυρίως από τον ίδιο τον Bodley αλλά και άλλους δωρητές. Ορίστηκε ως βιβλιοθηκάριος ο Thomas James και το 1605, κυκλοφόρησε ο πρώτος τυπωμένος κατάλογος της συλλογής της Βιβλιοθήκης. Ακολούθησαν τακτικές εκδόσεις του καταλόγου και μάλιστα, το 1620 ο κατάλογος καταλάμβανε 675 σελίδες.  Το 1610 ο Βοdley σύναψε συμφωνία με τους εκπροσώπους του Συνδέσμου Χαρτοβιβλιοπωλών του Λονδίνου, σύμφωνα με την οποία ο Σύνδεσμος αναλάμβανε το κόστος αγοράς και αποστολής ενός αντιτύπου από κάθε βιβλίο που εξέδιδε στη Βιβλιοθήκη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των βιβλίων να αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε σύντομα προέκυψε ανάγκη επέκτασής της. Την περίοδο 1610 – 1612 κατασκευάστηκε η πρώτη επέκταση, την οποία χρηματοδότησε και πάλι ο Βodley, σήμερα γνωστή ως Arts End (επειδή συγκέντρωνε τα βιβλία της Σχολής των Τεχνών).

Ο Bodley πεθαίνει το 1613 και το ίδιο έτος αρχίζει η κατασκευή νέας επέκτασης σε έναν μεγάλο χώρο, γνωστό ως Τhe Schools Quadrangle. Η νέα αυτή επέκταση, σχεδιασμένη από τον ίδιο τον Bodley, χρηματοδοτήθηκε από δάνεια και ιδιωτικές συνδρομές. Ο τρίτος όροφος, εκτός από αποθετήριο βιβλίων, έγινε δημόσιο μουσείο και πινακοθήκη (η πρώτη στην Αγγλία). Οι προσθήκες αυτές ολοκληρώθηκαν το 1619. Ακολούθησε νέα επέκταση την περίοδο μεταξύ των ετών 1634 – 1637, όταν ο John Selden (1584 – 1654), διαπρεπής νομομαθής και λόγιος της εποχής κληροδότησε την πολύτιμη συλλογή του από 8.000 χειρόγραφα και βιβλία στη Βιβλιοθήκη. Η επέκταση αυτή ονομάστηκε Selden End.  Μετά από αυτές τις επεκτάσεις, η Βιβλιοθήκη ευρίσκετο πλέον σε θέση να λαμβάνει και να στεγάζει αποκτήματα από πολλές δωρεές, κυρίως χειρογράφων, όπως έγινε με τη συλλογή του sir Kenelm Digby το 1634 και του του William Laud, Αρχιεπισκόπου του Canterbury το 1635. Αυτή η συλλογή χειρογράφων αποτέλεσε τον μεγαλύτερο πόλο έλξης για λογίους από όλη την Ευρώπη, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι μέλη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και σήμερα.

Μια ακόμη ζηλότυπα φυλασσόμενη παράδοση της Βιβλιοθήκης είναι ότι δεν δανείζει βιβλία στους αναγνώστες. Ακόμη και όταν ο βασιλιάς Κάρολος Α΄ ζήτησε, το 1645, να δανειστεί κάποιο βιβλίο, αντιμετώπισε την άρνηση της Βιβλιοθήκης. Ωστόσο, επί σειρά ετών, οι τακτικοί επισκέπτες της Βιβλιοθήκης παρέμεναν ελάχιστοι: Το 1831 υπήρχαν 3 ως 4 αναγνώστες ημερησίως, ενώ κατά τον μήνα Ιούλιο του έτους αυτού (1831) ουδείς αναγνώστης εμφανίστηκε. Κανένα κτίριο της Βιβλιοθήκης δεν διέθετε θέρμανση ως το 1845, ενώ η ανάγνωση γινόταν με το φως της ημέρας και μόνον ως το 1929.

Είσοδος στη Schola Moralis Philosophiae (School of Moral Philosophy) της Βιβλιοθήκης Bodleian

H ανάπτυξη της Βιβλιοθήκης περιορίστηκε σημαντικά στις αρχές του 18ου αιώνα. Μάλιστα, κατά την τριετία 1700 – 1703 στη Βιβλιοθήκη δεν εισήλθε κάποιο νέο βιβλίο. Επιπροσθέτως, τα επιμέρους Κολέγια άρχισαν να δημιουργούν τις δικές τους βιβλιοθήκες.  Η αρχιτεκτονικά πιο όμορφη κατασκευάστηκε με δαπάνες του Dr John Radcliffe (1650–1714), ο οποίος υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους ιατρούς της εποχής του. Αυτός κληροδότησε ένα σημαντικό ποσό, με την εντολή να αγοραστεί γη, με σκοπό να οικοδομηθεί νέο κτίριο βιβλιοθήκης. Προς τούτοις, επελέγη το οικόπεδο στο μέσον μιας πλατείας, η οποία αρχικώς ονομάστηκε πλατεία Radcliffe. Ακολούθησε (1747 – 1748) η οικοδόμηση του κυκλικού θολωτού κτιρίου, το οποίο θεωρείται σήμερα το πλέον εντυπωσιακό κτίσμα κλασικής αρχιτεκτονικής στην Οξφόρδη, σε σχέδια του αρχιτέκτονα James Gibbs. Η Βιβλιοθήκη Radcliffe, όπως λεγόταν μέχρι το 1860, λειτούργησε τελείως ανεξάρτητη από την κύρια Βιβλιοθήκη, με λίγους επισκέπτες σε καθημερινή βάση, ενώ η συλλογή βιβλίων που διέθετε ήταν ανομοιογενής και δεν εξυπηρετούσε συγκεκριμένο σκοπό. Μάλιστα, οι βιβλιοθηκάριοι της, επεδείκνυαν ιδιότυπη απροθυμία στην προσθήκη νέων βιβλίων. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν άρχισε να δημιουργείται μια συλλογή από βιβλία ιατρικής και φυσικής ιστορίας. Το 1860 η Βιβλιοθήκη Radcliffe συγχωνεύθηκε με την Βοdleian και μετονομάστηκε σε Radcliffe Camera (ήτοι, αίθουσα Radcliffe στα λατινικά).

Tο 1914 ο συνολικός αριθμός των βιβλίων της Βιβλιοθήκης ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο και το 1920 διεφαίνετο η ανάγκη νέας επέκτασης. Παρά ταύτα, μόλις το 1937 ξεκίνησε η κατασκευή του νέου κτιρίου της Βιβλιοθήκης απέναντι από το κτίσμα  Clarendon. Τέλος, μια νέα επέκταση έλαβε χώρα το 1975 προκειμένου να στεγάσει τις εκδοτικές δραστηριότητες του εκδοτικού οίκου Oxford University Press. Σήμερα το παλαιό και το νέο κτίσμα της Βιβλιοθήκης συνδέονται με μία υπόγεια σήραγγα, η οποία διέρχεται κάτω από την Broad Street. Στη σήραγγα υπάρχει διάδρομος για τη διέλευση των πεζών, ένας μηχανικός διάδρομος που χρησιμεύει ως μεταφορέας βιβλίων και ένα ειδικό σύστημα αεροσωλήνων για τις παραγγελίες βιβλίων, το οποίο αντικαταστάθηκε από ηλεκτρονικό, μόλις το 2002.

Κείμενο Λέανδρος Λεφάκης

 Ο Λέανδρος Λεφάκης είναι διδάκτωρ νομικής και δικηγόρος Αθηνών. Διδάσκει βιοηθική και βιοδίκαιο στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

Πηγές:
  • Clapinson, Mary, The Early Years, A Brief History of the Bodleian Library, Oxford, London, University of Oxford (2015), 1–4.
  • The Bodleian library, A History of the County of Oxford: Volume 3: The University of Oxford (1954)
  • Falconer Madan, The Bodleian library at Oxford, Duckworth & co, London (1919)
  • Στάϊκος Κωνσταντίνος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, εκδόσεις Άτων (2016)