Αφορισμοί για τον άρτον ημών τον επιούσιον

Εμείς αγαπήσαμε, Εμείς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς
Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας

Κι εγώ μέσα σε σένα και σ᾿όλους.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Έχετε ξυπνήσει από κελάηδισμα πουλιών, από τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος στο δάσος, από το βέλασμα του κοπαδιού των προβάτων, από το ερωτικό κάλεσμα του αηδονιού, από τα πετραδάκια που πετούσε ο ερωτάς σας στο τζάμι του παραθύρου σας;

Ίσως ναι. Έχετε ξυπνήσει από την μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού στον ξυλόφουρνο; Καπνιστή, προζυμένια. Ευλογημένη καπνιστή μυρωδιά.

Αν όχι, δεν ξέρετε τι θα πει αισιοδοξία για τη ζωή, τι θα πει ευχάριστο ξάφνιασμα, τι σημαίνει ανταμοιβή του μόχθου, προσμονή για το μεσημεριανό φαγητό.

Αυτή η μυρωδιά είναι μια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια όταν πήγαινα «διακοπές, αγροτουρισμού», στο θείο μου στο χωριό.

Κάθε δεύτερη Τετάρτη η θεία μου η Ελένη ξυπνούσε νωρίτερα, μάλλον κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα, για να ανάψει τον ξυλόφουρνο και να ρίξει μέσα το ψωμί.

Την προηγούμενη το ζύμωνε, το χώριζε σε μικρά κομμάτια και το έβαζε στις πινακωτές όπου το σκέπαζε με μια κουβέρτα μάλλινη.

Εκεί έμενε όλη νύκτα, τη ρωτούσα γιατί.

Μου απαντούσε «για να ξεκουραστεί».  Ίσως αυτή η ξεκούραση έκανε  αυτό ψωμί υπέροχο.

Μια από αυτές τις πινακωτές την έχω μετατρέψει σε βιβλιοθήκη στο γραφείο μου, σαν φόρο τιμής στις αναμνήσεις.

Ίσως πάλι να ήταν το προζύμι της που χρησιμοποιούσε, ίσως να ήταν και το σταύρωμα, που του έκανε ο θείος μου, με το μαχαίρι πριν το κόψει.

Συνήθεια που μου έμεινε και μένα, και κάθε φορά που κόβω το ψωμί, το σταυρώνω, σαν μέρος μια ιεροτελεστίας.

Αυτός που κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού κόβει το ψωμί πάντα.

Ίσως να ήταν η αγάπη ή μια μυστική συνταγή που δεν έμαθα ποτέ.

Πάντως η γεύση ήταν απροσδιόριστη. Γεύση που εντυπώνεται στο θυμικό.

Μυρωδιά που σε ξυπνούσε.

Για το ψωμί που τρως πρέπει να κοπιάσεις. Έτσι το εκτιμάς, και προχωράς στη ζωή. Στις ταβέρνες το φέρνουν κομμένο, δεν προσπαθείς ούτε να το κόψεις.   Έτσι ένας αναιδής, ανερυθρίαστα,  σηκώνεται με την ψωμιέρα στον αέρα και περιφέρεται  πριν το εναποθέσει περιφρονητικά σε μια καρέκλα παραδίπλα.

Δεν είναι θέμα φέρεσθαι, αισθητικής ή μόνο σεβασμού, είναι όλα μαζί.

Είναι η απαξίωση του μόχθου και της ζωής. Βέβαια το ψωμί της ταβέρνας δεν είναι παντού το ίδιο.  Άλλο το αληθινό ψωμί…. άλλο η προσομείωση ψωμί….

Το αληθινό ψωμί έχει κόρα σκληρή και τραγανή, ψίχα πυκνή, γεύση ξινή.

Ο μόχθος παλιά των ανθρώπων για το ψωμί ήταν μεγάλος.

Όργωμα, σπορά, θέρος, άλεσμα, ζύμωμα, ψήσιμο.

Μια διαρκής μυσταγωγία. Όλη η διαδικασία απλωμένη παράλληλα με τη ζωή.

Στιβαρό ψωμί. Ξινούτσικο. Δεν ξεραινόταν με τίποτα . Την δέκατη τέταρτη μέρα τέλειωνε και πάλι η ίδια ιεροτελεστία. Ζύμωμα, πινακωτή, σκέπασμα, άναμμα  του φούρνου και ψήσιμο.

Το καρβέλι αποτελούσε την αναφορά στην ικανοποίηση της πείνας.

«Μια μπουκιά ψωμί», έννοια μεταφορική. Σημαίνει την τροφή. Σημαίνει το πλήρες γεύμα. Το σκότωμα της πείνας.

Σύμβολο φιλοξενίας. «Κάτσε να φας ψωμί και ότι έχουμε». Στα δίνουμε όλα, σε βάζουμε στο τραπέζι μας, σε τιμούμε και μας τιμάς.

«Μου δώσε ψωμί κι έφαγα». Η έκφραση της ευγνωμοσύνης του δουλευτάρη για τον συνεπή εργοδότη.

Και ακόμη παραπέρα. “Δος ημίν σήμερον τον άρτον ημών τον επιούσιον”.  Δώσε λοιπόν σήμερον την εξασφάλιση για τη ζωή. Το μέγιστο αίτημα προς τον Θεό.

Η επίκληση στο Θείον για την επιβίωση.

Στη θρησκεία το ψωμί είναι σημαντικό.

Το σώμα του Χριστού, το φαΐ του πιστού, το αντίδωρο, η αρτοκλασία ως τάμα.  Όλο το πλαίσιο της πίστης αποτυπωμένο στο ψωμί.

Ψωμί, σύμβολο στους αγώνες και στις διεκδικήσεις.

Έγινε σύνθημα.

«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία».

Τρεις λέξεις που κάθε λαός , κάθε πανεπιστήμιο, κάθε σχολείο πρέπει να τις έχει ενστερνιστεί, να τις έχει αναρτημένες παντού, να είναι σπυρί στον κώλο της εξουσίας, αγκάθι στο μάτι της.

Τίποτα δεν ενοχλεί περισσότερο την εξουσία από την συνεχή διεκδίκηση των τριών λέξεων.

Τίποτα δεν χορταίνεται από τα τρία.

Η Αγία Τριάδα του πολιτισμού.

Άλλη μια φορά έτσι για το γαμώτο.

«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».

Ο δρόμος προς τον κάματο,  ο δρόμος προς το χωράφι, ο δρόμος προς το εργοστάσιο, προς την οικοδομή που έπαιρνε ο εργάτης, ο αγρότης, ο οικοδόμος κρατούσε στο χέρι του το δισάκι του, το ταγάρι, τον μπούλο, το συφερτάσι, και μέσα το ψωμί τυλιγμένο σε μια πετσέτα άσπρη, λινή. Η πολυτέλεια  της φτώχειας και ο σεβασμός στον άρτο.

Από την άλλη πλευρά είχαμε το «Ψωμί κι ελιά και Κώτσο Βασιλιά». Οι αφοσιωμένοι υπήκοοι θυσίαζαν τα πάντα και αρκούνταν στην επιβίωση με ψωμί και ελιές, αρκεί να διαφέντευε ο Βασιλιάς και μόνον Κωνσταντίνος.

Ο tempora, o mores.

Η Μαρία Αντουανέτα, γιατί άραγε οδηγήθηκε στη λαιμητόμο; Επειδή ειρωνεύτηκε τους εξεγερμένους ή διότι απαξίωσε το ψωμί;

Πάντως όπως και να έχει το πράμα το 1793 τόσο ο Βασιλιάς όσο και η Βασίλισσα δεν μπορούσαν να φάνε μήτε ψωμί, μήτε παντεσπάνι, δεν είχαν κεφάλια.

Κάθε μέρα να τρως το καλύτερο φαγητό του κόσμου, το νοστιμότερο το ακριβότερο , το βαριέσαι. Το ψωμί ποτέ.

Ακόμη περνώ έξω από το φούρνο και  ονειρεύομαι τα γεύματα και τα δείπνα στο χωριό.

Στα αμπέλια, στα χωράφια, στα ολονύκτια ποτίσματα.

«Ρε δεν θα έχουμε ψωμί να φάμε» οργισθήκαμε με την έλευση της τρόικας.

Πάντα διερωτώμαι ποιοι εφεύραν όλες αυτές τις καθημερινές απολαύσεις, που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε ανάμεσα από τα άλλα όντα του πλανήτη.

Ποιος τηγάνισε την πατάτα. Ποιος ζύμωσε το ψωμί. Ποιος πάτησε τα σταφύλια.

Γιατί αυτοί σκεπάστηκαν με τη λήθη και όχι ο Αϊνστάιν που διατύπωσε τη θεωρία της σχετικότητας και αναρωτιέμαι κάποιες φορές για το αποτέλεσμα αν ετίθετο σε ψηφοφορία, «ψωμί ή η θεωρία της σχετικότητας» τι θα θέλαμε να εξαφανιστεί;

«Άσε τα ντράγκα ντράγκα» προστάζει η μάνα το γιο, επίδοξο Τζίμυ Χέντριξ, και συμπληρώνει. «Οι νότες δεν δίνουν ψωμί».

Το ψωμί είναι για όλους μια αναφορά απολύτως προσδιορισμένη.

«Τι να κάνω παιδάκι μου, χάλια είμαι. Πήγα στο γιατρό και μου έκοψε το ψωμί. Ακούς;»

Έχετε δοκιμάσει:

Μια μπουκιά ψωμί βουτηγμένη στο τηγανητό αυγό να σπάσει τον κρόκο από το μάτι;

Μια μπουκιά ψωμί στο λάδι από την ντοματοσαλάτα;

Μια βούτα στη σάλτσα από κουνέλι στιφάδο;

Μια φέτα ψωμί με μέλι;

Αν ναι ξέρετε τι θα πει ζωή, απόλαυση, μεγαλείο της απλότητας.

Το ψωμί βγαίνει σε καρβέλι, σε φραντζόλα, σε κουλούρα, ως Λαμπρόψωμο, ως Χριστόψωμο τα Χριστούγεννα, ως πρόσφορο, ως  άρτος για το τάμα,   σε λαγάνα, σε μπαγκέτα, πολυτελείας, μαύρο, άσπρο, χωριάτικο, λιόψωμο, σταφιδόψωμο, καρυδόψωμο, κάθε γιορτή θέλει το ψωμί της, κάθε τάξη το δικό της .

Από μικρός  είχα τη συνήθεια να σαλιώνω τον δείκτη μου και να τσιμπολογάω  τα ψίχουλα. Έχουν μια γλυκιά αξεπέραστη γεύση.

Το ψωμί τρώγεται με το χέρι απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση σκεύους , εργαλείου, ούτε πιρούνι, ούτε τίποτα. Κατευθείαν στο λάδι.

Ο πατέρας μου πάντα μου διηγείτο  πως  εκεί κοντά στα Χριστούγεννα, ως νέος εργαζόταν στο λιοτρίβι και κάθε μέρα, μια μάνα ενός εκ των εργαζομένων, ζύμωνε και το ζεστό ψωμί το βουτούσαν στο λάδι που έβγαινε εκείνη την ώρα  και μέσα βάζανε τρίμματα  από τυρί φέτα.

Αν σας τύχει και το δοκιμάσετε, θα σταματήσετε να βλέπετε όλες τις εκπομπές μαγειρικής και θα πετάξετε όλα τα βιβλία συνταγών.

Χτυπάμε τον πάτο του ψωμιού. Αν ο ήχος είναι «κούφιος» το ψωμί είναι έτοιμο.

Τα ψίχουλα. Αυτά που έπεφταν στο τραπέζι τα μάζευαν, χωριστά από τα άλλα, και τα έριχναν στα πουλιά. Τα ψίχουλα που ξέμεναν στην ψωμιέρα η νοικοκυρά τα ανακύκλωνε.

Όταν είμαι μόνος δεν τρώω, δεν στρώνω τραπέζι.

Κόβω μια φέτα ψωμί, στο ένα χέρι και μετά κάτι στο άλλο χέρι και αυτό είναι.

Πάντα όμως μια φέτα ψωμί.

Το ψωμί  είναι δημιουργία. Για την ακρίβεια ποίηση. Το γράφει καταπληκτικά και επακριβώς η κα Γεωργία Δρακάκη .   «Η ποίηση μοιάζει με το ψωμί: πολλών λογιών, ξινό, μαύρο, με σπόρους, χωρίς, αφράτο, ζεστό, ξερό – αλλά από τα ίδια υλικά της αγωνίας για χόρταση και θρέψη.»

Αφίδνες 11 Ιανουαρίου 2021.

Το κείμενο γράφτηκε ενώ από το  cd ακουγόταν το «Gnossienne No 1» του Eric Satie

Ανδρέας Θεοδωρακόπουλος

Επικοινωνιολόγος, καθηγητής και συγγραφέας. Πρόεδρος της Κοινότητας Αφιδνών

Ταξιδευτής και λάτρης της ζωής, παράγει το κρασί του, το λάδι του και τις ελιές του.

Λατρεύει να διδάσκει και να συνομιλεί με ανθρώπους.

Αγαπάει τις γάτες, τα λουλούδια, τα βουνά, την ποίηση και θέλει να δώσει στην προβατίνα τη θέση που της αξίζει ως έδεσμα.