Οι ενοχές κάνουν στο πνεύμα ότι ο πόνος στο σώμα

Οι ενοχές είναι ένα εσωτερικό βάσανο που με σκληρό πολλές φορές τρόπο, μας ακινητοποιεί και μας κάνει να υποφέρουμε. Ενοχές μπορεί να αισθανόμαστε γιατί χαλάσαμε την δίαιτα, γιατί δεν είχαμε αρκετό χρόνο να αφιερώσουμε σε αγαπημένα πρόσωπα, ή γιατί κάναμε κάποιο λάθος. Eνοχές μπορεί να αισθανόμαστε ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς κάποιου άλλου και αυτές να μας οδηγούν σε πράξεις που δεν μας αντιπροσωπεύουν. Συνήθως οι ενοχές αυτού του είδους, είναι σε ασυνείδητο επίπεδο και μας αναγκάζουν να αντιδράσουμε και όχι να δράσουμε.

“Aισθανόμαστε ενοχές γι’αυτά που κάνουμε, αισθανόμαστε ντροπή γι’αυτό που είμαστε”

Η ουμανιστική ψυχολογία (Carl Rogers), υποστηρίζει ότι κάθε συναίσθημα ενοχής και ντροπής είναι από τη φύση του καταστροφικό.  Άλλοι ψυχολόγοι, όπως ο διάσημος Αμερικανός Willard Gaylin, υποστηρίζουν ότι η ενοχή είναι χρήσιμη, γιατί χωρίς αυτή ο άνθρωπος γίνεται τέρας. Όταν όμως θεωρείς ότι οι ενοχές χρειάζονται γιατί λειτουργούν ως φρένο, έχεις αποδεχτεί ότι οι παρορμήσεις είναι καταστροφικές και χρειάζεται να ανακοπούν. Φτάνουμε δηλαδή σε ένα βασικό ερώτημα, πάνω στο οποίο μάλιστα ήρθε η οριστική ρήξη ανάμεσα στον Sigmund Freud και στον Wilhelm Reich. Κατά τον Sigmund Freud  οι ανθρώπινες παρορμήσεις εξελίσσονται από την αγριότητα και βαρβαρότητα σε μια κατάσταση εξημέρωσης. Ο Wilhelm Reich πρόσθεσε μεταξύ άλλων την σημαντικότητα του χαρακτήρα και της θωράκισης, που διαμορφώνουν διαφορετικά τα δεδομένα.

Σύμφωνα με τον Carl Rogers οι άνθρωποι δημιουργούν τη δική τους αλήθεια και ηθική. Σε μια τέτοια κατάσταση, δεν υπάρχει χώρος για ενοχή ή ντροπή, επειδή όλα είναι υποκειμενικά και τίποτα δεν είναι αντικειμενικά λάθος.

Το να θυματοποιούμε τον εαυτό μας για τα λάθη του παρελθόντος – αν δεν είναι δικός μας χειριστικός μηχανισμός για να μας λυπηθούν και να έχουμε τα επιθυμητά κέρδη από αυτό – αν όντως δηλαδή υποφέρουμε πραγματικά, πρέπει να το ξανασκεφτούμε, γιατί η θυματοποίηση δεν βοηθά πουθενά. Αντίθετα, αν συγχωρήσουμε τον εαυτό μας και προχωρήσουμε, με συνείδηση του ποιοί είμαστε και του τι κάνουμε, θα έχουμε σημαντικό όφελος. Όλοι κάνουμε λάθη. Και όλοι έχουμε τη δυνατότητα να τα διορθώσουμε. Αρκεί να στραφούμε μέσα μας και να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας. Είναι σημαντική η γνώση ότι μόνο μέσω της εσωτερικής αλλαγής μπορεί να αλλάξει η ζωή μας, αφού δεν μπορούμε ν’αλλάξουμε την συμπεριφορά κανενός, παρά μόνο την δική μας.

Αν μας βασανίζουν οι ενοχές για την δική μας συμμετοχή στη δυστυχία των άλλων, επίσης πρέπει να το ξανασκεφτούμε. Αν αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τα αρνητικά συναισθήματα των άλλων, στις σχέσεις μας, στην οικογένεια, με τους φίλους, στο εργασιακό περιβάλλον, καλό είναι να καταλάβουμε ότι η αιτία βρίσκεται και πάλι στον τρόπο που μεγαλώσαμε.

Τα παιδιά είναι δύσκολο να δεχτούν ότι οι γονείς τους είναι δυσλειτουργικοί, άδικοι, καταθλιπτικοί, άκαμπτοι και πολλές φορές βαριά ψυχολογικά ασθενείς. Δεν θέλουν να τους στεναχωρήσουν και επιθυμούν όπως είναι φυσικό, να τα αγαπούν απεριόριστα και χωρίς όρους. Τα παιδιά όμως είναι σφουγγάρια και σε ασυνείδητο επίπεδο, ενδοβάλλουν τα συναισθήματα των γονιών και εκεί αρχίζει η διαστρέβλωση της δικής τους ψυχικής ισορροπίας. Όταν αισθάνονται ότι είναι βάρος, όταν βιώνουν τη δυσφορία των γονιών όταν ζητούν σύνδεση και επικοινωνία, όταν εισπράττουν αγάπη με προϋποθέσεις – “αν κάνεις αυτό που λέω θα σε αγαπάω”, “μόνο αν είσαι τέλειος θα σε αγαπάω” – όταν πρέπει να ανταποκριθούν στις συχνότατα ξένες προς αυτά προσδοκίες των γονιών, δημιουργούνται συναισθήματα αβάσταχτα που συμβάλλουν στο χτίσιμο θωράκισης – άμυνες – η οποία σκοπό έχει  να τα προστατέψει. Όταν αντίθετα αισθάνονται ότι οι γονείς τα “βλέπουν” και τα εκτιμούν, όταν βιώνουν την αμέριστη αποδοχή και συμπαράσταση τους, τότε αναπτύσσονται διαφορετικά χωρίς να εισπράττουν τα καταστρεπτικά μηνύματα της απόρριψης και απαξίωσης.

Πως αντιδρούν τα παιδιά; Το γυρίζουν μέσα τους και λένε  “εγώ φταίω”, “εγώ δεν είμαι αρκετά καλός”, “εγώ δεν αξίζω” και άλλα παρόμοια ενοχοποιητικά. Θυσιάζουν δηλαδή την υγιή αντίληψη για τον εαυτό τους, τις δικές τους ανάγκες, τα δικά τους θέλω, για να είναι οι γονείς χαρούμενοι και έτσι κάποια στιγμή να εισπράξουν την αγάπη, που τόσο έχουν ανάγκη.

Ως ενήλικες αργότερα, στον ρόλο του θύτη ή του θύματος, με την παθητική επιθετικότητα ως βασικό μηχανισμό δημιουργίας ενοχών, και οι δύο ρόλοι πορεύονται, καταφέρνοντας μόνο να αυξάνουν τον βαθμό της δυστυχίας τους. Οι ενοχές που δημιουργεί το θύμα, είναι συνήθως πιο ύπουλες από αυτές του θύτη, καθώς δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες και είναι αρκετά υπόγειες.

Όταν κατηγορούμε τον άλλο για την δυστυχία στην ζωή μας, ο στόχος είναι να του δημιουργήσουμε ενοχές, να τον χειριστούμε, για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε. Οι ενοχές είναι μέσο ελέγχου. Ελέγχου της κατάστασης και του προσώπου που απευθύνονται. Να δημιουργήσουμε εξαρτήσεις για να αισθανόμαστε εμείς καλά. Σε αυτό το πλαίσιο δηλητηριάζεται η ζωή, θυσιάζεται η ευτυχία, η ευημερία, αλλά και η ελευθερία που σαν ζητούμενο έχει πια ξεχαστεί. Σε ακραίες περιπτώσεις άνθρωποι φτάνουν  να θυσιάζουν και την υγεία τους για να τα καταφέρουν. Τα παίζουν όλα για όλα χωρίς να συνειδητοποιούν το κακό που κάνουν στον εαυτό τους και στους άλλους γύρω τους.

Οι ενοχές είναι πολύ επικίνδυνο παιχνίδι και δεν παίζεται τίμια. Χρησιμοποιείται δε, από οποιονδήποτε θέλει να ασκήσει έλεγχο, συμπεριλαμβανόμενων των πολιτικών και άλλων εξουσιών.

Πως αντιμετωπίζουμε τις ενοχές; Προσπαθούμε αρχικά να εντοπίσουμε την φωνή που υπάρχει μέσα μας. Ακούμε τι μας λέει ο εσωτερικός κριτής. Ξεκινάμε ένα εσωτερικό διάλογο μαζί του. Εντοπίζουμε τις φράσεις που δημιουργούν ενοχές και που μας οδηγούν σε συμπεριφορές δυσάρεστες, όπως για παράδειγμα οι παρακάτω:

“Αν δεν βάζω το καλό των άλλων πρώτα, είμαι εγωιστής”

“Είναι ευθύνη μου να είναι ευτυχισμένος/η”

“Οι ανάγκες τους είναι σημαντικότερες από τις δικές μου – τα καταφέρνω εγώ με κάποιο τρόπο”

“Αν δεν τα καταφέρω, δεν αξίζω τίποτα”

“Αν δεν πετύχω, θα με απορρίψουν”

“Αν δεν κάνω αυτό που θέλει, θα πάθει κακό

Φτάνουμε σιγά σιγά σε συνειδητοποίηση του τι αισθανόμαστε, σε σχέση με ποιόν και γιατί. Στη συνέχεια αν θέλουμε πάμε πίσω και ψάχνουμε τις πρωταρχικές σχέσεις μας, αυτές με τους γονείς μας, για να δούμε τι είδους ενοχές μας δημιουργούσαν, με ποιό τρόπο και την δική μας συνεισφορά ως απάντηση.  Αυτά, αν φυσικά αποφασίσουμε ότι θέλουμε να είμαστε καλά και να μην παίζουμε το παιχνίδι των ενοχών.

Κείμενο Τζένη Φραγκούλη